παραλυτικός

Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ή, όν, A paralytic, Ev.Matt.4.24, Dsc.1.16, Ruf. ap. Orib.8.39.8.

German (Pape)

[Seite 488] ή, όν, an einer Seite gelähmt, paralytisch, Sp., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραλῠτικός: -ή, -όν, πάσχων παράλυσιν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
paralytique NT.
Étymologie: παράλυτος.

English (Strong)

from a derivative of παραλύω; as if dissolved, i.e. "paralytic": that had (sick of) the palsy.

English (Thayer)

παραλυτικη, παραλυτικόν (from παραλύω, which see), paralytic, i. e. suffering from the relaxing of the nerves of one side; universally, disabled, weak of limb (A. V. palsied, sick of the palsy): L WH marginal reading in Riehm, HWB, under the word Krankheiten, 5; B. D. American edition, p. 1866b.)

Greek Monolingual

-ή, -ό, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση
2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα»)
3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική
άτομο που πάσχει από παράλυση
νεοελλ.
1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί παράλυση («η παραλυτική ενέργεια μερικών βοτάνων»)
2. φρ. α) «παραλυτική έκκριση»
φυσιολ. η έκκριση ενός αδένα μετά από διατομή του εκκριτικού του νεύρου, όπως είναι λ.χ. η έκκριση του υπογνάθιου αδένα μετά από διατομή της χορδής του τυμπάνου
β) «παραλυτικό βάδισμα»
ιατρ. απόκλιση του βαδίσματος από το κανονικό, που οφείλεται σε παράλυση του περονιαίου νεύρου και στην προϊούσα μυϊκή δυστροφία
γ) «παραλυτικός ίλιγγος»
ιατρ. νόσος του αγροτικού πληθυσμού, ενδημική στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, χαρακτηριζόμενη από κρίσεις ιλίγγου και ποικιλία παρέσεων και παραλύσεων, αλλ. σύνδρομο Ζερλιέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλυτος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. paralytique].

Greek Monotonic

παραλῠτικός: -ή, -όν, παράλυτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

παραλῠτικός: расслабленный, разбитый параличом NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλυτικός -ή -όν [παραλύω] verlamd.

Middle Liddell

παραλῠτικός, ή, όν [from παράλῠσις]
paralytic, NTest.

Chinese

原文音譯:paralutikÒj 爬拉-呂提可士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:在旁-釋放
字義溯源:癱瘓的,癱子,麻痺的;源自(παραλύω)=癱瘓);由(παρά)*=旁,出於)與(λύω)*=解開)組成。參讀 (ἀνάπειρος)同義字
出現次數:總共(10);太(5);可(5)
譯字彙編
1) 癱子(6) 太9:2; 太9:6; 可2:4; 可2:5; 可2:9; 可2:10;
2) 癱瘓的(2) 太4:24; 太8:6;
3) 一個⋯癱子(1) 太9:2;
4) 一個癱子(1) 可2:3