ἀδιάφθορος

Revision as of 12:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. -ρως, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137. 2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. -ώτατα Pl.l.c. II imperishable, Pl.Phd.106e.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. incorruptible, imperecedero, indestructible del alma, Pl.Phd.106e, cf. Phdr.245d, τὴν τοῦ σώματος διαμονὴν ἀδιάφθορον φυλάττεσθαι ἀδύνατον Procl.in R.2.153, cf. Apoc.Esd.1.20
sano, no estropeado o alterado αἴσθησις Arist.EE 1236a1, cf. Pr.893a21, οἶνος Gp.7.20.6.
2 gener. de pers., en sent. moral incorrupto, incontaminado, puro χορευτής de un dios, Pl.Phdr.252d, cf. Men.Fr.516, D.S.1.59, λόγος Plu.2.5e, Erot.Fr.Pap.Nin.A 1.18, A 2.18, 35
de jueces, políticos, etc. incorruptible, insobornable, íntegro δικαστής Pl.Lg.768b, cf. 918e, D.18.298, Arist.Pol.1286a39, IG 22.457b.13 (IV a.C.), de testigos, Arist.Rh.1376a17
fiel, leal c. dat. de pers. ὁ Κέφαλος ... εἰ συμμένειν ἀ. αὐτῷ Ant.Lib.41.2.
II adv. -ως de manera pura ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. -ώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: , διαφθείρω.

Greek Monotonic

ἀδιάφθορος: -ον (διαφθείρω),
I. 1. αδέκαστος, ακέραιος, αγνός, καθαρός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.
2. λέγεται για δικαστές και μάρτυρες, αδέκαστος, ακέραιος, τίμιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. επίρρ. -ώτατα, στον ίδ.
II. άφθαρτος, αιώνιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάφθορος:
1) неиспорченный (ὕδωρ Plat.);
2) чистый, беспримесный (χρυσός Plut.);
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный (ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.);
4) неподкупный, честный (δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.);
5) непреходящий, нетленный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat.).

Middle Liddell

διαφθείρω
I. uncorrupted, Plat., etc.:— adv. -ρως, Aeschin.
2. of judges and witnesses, incorruptible, Plat., etc.: Sup. adv. -ώτατα, Plat.
II. imperishable, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀδιάφθορος -ον διαφθείρω
1. integer, onkreukbaar:; ὡς οἷόν τε ἀδιαφθορώτατα zo onkreukbaar mogelijk Plat. Lg. 768b; onverwoestbaar:. τὸ ἀθάνατον καὶ ἀδιάφθορόν ἐστί het onsterfelijke is ook onverwoestbaar Plat. Phaed. 106e1.
2. onbedorven, ongecorrumpeerd:; ἐλευθέραν καὶ ἀδιάφθορον vrij en ongecorrumpeerd Plut. Art. 26.8; uitbr.. σῶν καὶ ἀδιάφθορον ongedeerd en niet vernietigd Plat. Phaed. 106e7.

English (Woodhouse)

imperishable, indestructible, uncorrupted, not to be bribed