φάλαρα
German (Pape)
[Seite 1253] τά (vgl. φαλαρός u. φαλός), ein blanker, metallner Haupt- od. Helmschmuck der Krieger, der zugleich zur Bedeckung diente, wahrscheinlich der die Backen schirmende Theil des Helms, entweder zwei an den Backen anliegende Metallplatten, Backenstücke, od. mehrere unter dem Kinn verbundene, mit blanken metallnen Schuppen belegte Riemen; Il. 16, 106; vgl. Buttm. Lexil. II p. 246 u. Schol. Il. 5, 743: φάλαρα οἱ ἐν ταῖς παραγναθίσι κρίκοι, δι' ὧν αἱ παραγναθίδες καταλαμβάνονται τῆς περικεφαλαίας. – Den sing. φάλαρον τιάρας hat nur Aesch. Pers. 652, vom Kopfschmucke der alten Perserkönige, wo auch wohl die herabhangenden Backenbedeckungen zu verstehen sind, deren Strab. XV p. 734 gedenkt, u. die noch auf parthischen Münzen wahrgenommen werden. – Auch die Backenstücke am Zaume der Pferde und Maulthiere, alles zu ihrem Kopfzeuge Gehörige, und übh. jeder blanke Pferdeschmuck, Her. 1, 215; κατ' ἀμπυκτήρια φάλαρα πώλων Soph. O. C. 1070; vgl. Eur. Suppl. 586; Xen. Hell. 4, 1,39; Pol. 6, 39, 3; das lat. phalerae.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 plaques de métal brillant qui descendaient du casque sur les joues et se fixaient sous le menton à l'aide de courroies également plaquées;
2 caparaçons d'un cheval;
3 ornements pour la tête.
Étymologie: φάλος.
Russian (Dvoretsky)
φάλᾰρα: (φᾰ) τά
1) металлические нащечники шлема (φ. εὐποίητα Hom.);
2) металлические бляхи на сбруе, конский металлический набор Her., Soph., Eur., Xen.;
3) металлические украшения, побрякушки (τὰ τοῦ πλούτου φ. Plut.). - см. тж. φάλαρον.
Greek (Liddell-Scott)
φάλᾰρα: [ᾰ], τά, (φάλος) ἅπαξ παρ’ Ὁμ. Ἰλ. Π. 106, ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνουσι κοσμήματά τινα ἐξέχοντα ἢ κρίκους κατὰ τὰ πλάγια τῆς περικεφαλαίας, εἰς ἃ προσεδένοντο οἱ ἱμάντες οἱ διερχόμενοι ὑπὸ τὴν σιαγόνα (ἰδὲ Σχόλ. Ἐνετ. ἐν τόπῳ)· πρβλ. φάλος ἐν τέλει· ― τὸ ἑνικὸν φάλαρον τιάρας ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 661, βασιλείου τιάρας φάλαρον πιφαύσκων, «φαίνων, δεικνύων τῆς περικεφαλαίας τὸν λόφον» (Σχόλ.). ΙΙ. ἀκολούθως, προμετωπίδες, ἀσπιδίσκοι, κοσμήματα κατὰ τὸ μέτωπον τῶν ἵππων, ἢ σκεπάσματα τῶν γνάθων, χαλινοὶ καὶ ἄλλα ἱπποκόσμια, Φώτ., Ἡσύχ., Λατιν. phalĕrae, Ἡρόδ. 1. 215, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39· ἀμπυκτήρια φάλ. πώλων Σοφ. Ο. Κ. 1070 (ἔνθα ὅμως ὁ Schneidew. ἀπορρίπτει τὴν λέξιν ὡς γλώσσημα, ἰδὲ σημ. Jebb), πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 586. 2) κοσμήματα καθόλου, Πλούτ. 2. 528Α, Δίων Χρυσ. 2. 423.
English (Autenrieth)
burnished plates of metal, rising above the helmet, Il. 16.106†.
Greek Monolingual
τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ, Α
κοσμήματα της προμετωπίδας, του χαλινού και τών ηνίων τών αλόγων
αρχ.
1. κοσμήματα της περικεφαλαίας ή κρίκοι στα πλαγιά της, στους οποίους δένονταν οι ιμάντες που περνούσαν κάτω από τη σιαγόνα
2. (γενικά) κοσμήματα, στολίδια («τὰ τοῦ πλούτου φάλαρα καὶ περιδέραια», Πλούτ.)
3. (στον εν.) τὸ φάλαρον
επίδεσμος για την παρειά
4. ως κύριο όν. τὰ Φάλαρα
παράλια πόλη της θεσσαλικής Φθιώτιδος, επίνειο της Λαμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάλ-αρ-ον έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του τ. φάλος (βλ. λ. φάλος) εμφανίζει, όμως, θ. σε -αρ-, το οποίο αποτελεί αντιπροσώπευση ενός φωνηεντικού -ŗ-].
Greek Monotonic
φάλᾰρα: [ᾰ], τά (φάλος)·
I. κοσμήματα στις άκρες της περικεφαλαίας στα οποία δένονταν οι ιμάντες που περνούσαν από το σαγόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ., φάλαρον τιάρας, μέρος της περικεφαλαίας των παλιών Περσών βασιλιάδων, σε Αισχύλ.
II. κοσμήματα ή χαλινάρια από μέταλλο, που χρησιμοποιούνταν για να καλύψουν τις γνάθους των αλόγων, Λατ. phalĕrae, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
φά˘λᾰρα, ων, τά, φάλος
I. bosses on the sides of the helmet, to which the chin-straps were attached, Il.: —the sg., φάλαρον τιάρας, part of the headdress of the old Persian kings, Aesch.
II. bosses or discs of metal, used to adorn the head-gear of horses, Lat. phalerae, Hdt., Soph., etc.
Frisk Etymology German
φάλαρα: {phálara}
Grammar: pl.
See also: s. φάλος.
Page 2,986