ὑπόλοιπος

Revision as of 22:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A left over, μετὰ τῶν ὑ. with the survivors or remaining descendants, Hdt.7.171; τοὺς ὑ. Πεισιστρατιδέων Id.6.123. 2 of things, = λοιπός, ὑ. τὸ βάραθρόν σοι γίγνεται still remains for you, Ar Pl.431; τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; And.1.109; τὸ ὑ. the residue, Pl.R.427e, POxy.1252v.36 (iii A. D.), etc.; ὅσα ἦν ὑ. all that remained to be done, Th.4.90; τῆς ὑ. Ἀθηναίων καταλύσεως what remained to effect their destruction, Id.8.26; ἔστι δ' ἡ ἐνέργεια ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς ὑπολοίπου ἕξεως καὶ φύσεως, i. e. the pleasure declared to be a γένεσις εἰς φύσιν is really the ἐνέργεια of the healthy remainder of the organism, Arist.EN1152b35; ἡ ὑ. ἰσημερία the other equinox, Gal.17(1).15. (In codd. ὑπό- and ἐπί-λοιπος are often interchanged.)

German (Pape)

[Seite 1224] zurückgelassen, übriggeblieben, bes. noch am Leben, superstes, Her. 6, 123. 7, 171; übh. = λοιπός, 7, 126; Plat. Rep. IV, 427 e u. öfter; Andoc. 1, 52. 3, 24; ἐλπὶς ἦν Lys. 19, 8; Isocr. 4, 21; Dem. 24, 28 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui reste, restant : τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως THC pour achever la ruine des Athéniens;
2 survivant;
3 qui manque, qui fait défaut.
Étymologie: ὑπολείπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλοιπος:
1) оставшийся в живых, уцелевший Her.;
2) оставшийся, остающийся Arph., Plat.: ὅσα ἦν ὑπόλοιπα Thuc. то, что оставалось, т. е. недоделанное; τῆς ὑπολοίπου Ἀθηναίων καταλύσεως Thuc. чтобы довершить разгром афинян; ἡ ὑ. ἐλπίς Lys. последняя надежда;
3) ощущающий недостаток или недостаточный, недостающий (ἕξις καὶ φύσις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλοιπος: -ον, ὁ ὑπολελειμμένος, ὁ ὀπίσω λειφθείς, ὀπίσω μένων, μετὰ τῶν ὑπ. Ἡρόδ. 7. 171· τοὺς ὑπ. τῶν Πεισιστρατιδέων, ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἔζων, ὁ αὐτ. 6. 123· 2) ἐπὶ πραγμάτων, = λοιπός, ὑπ. τὸ βάραθρον σοι γίνεται, σοὶ ὑπολείπεται, «σοῦ μένει», Ἀριστοφ. Πλ. 431· τί ὑμῖν ὑπόλοιπόν ἐστι τῆς ἐκείνων ἀρετῆς; Ἀνδοκ. 14. 41, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427Ε, κλπ.· ὅσα ἦν ὑπόλ., ὅσα ὑπολείποντο νὰ πραχθῶσι, Θουκ. 4. 90· τῆς τῶν Ἀθηναίων καταλύσεως, ὅ,τι ὑπελείπετο ὅπως ἐπιτελεσθῇ ἡ καταστροφή των, ὁ αὐτ. 8. 26. ΙΙ. ἐξ οὗ λείπει τι, ἐλλιπὴς (διάφορ. γραφ. ὑπολύπου), Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 2. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ὑπό- ἐπίλοιπος ἐναλλάσσονται.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόλοιπος, -ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, -ον, Α
(για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο
αρχ.
ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λοιπός.

Greek Monotonic

ὑπόλοιπος: -ον, 1. αυτός που έχει αφεθεί πίσω, αυτός που έχει μείνει πίσω, σε Ηρόδ.· οἱ ὑπόλοιποι, εκείνοι που παρέμειναν, απέμειναν ζωντανοί, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, ὑπόλοιπον τὸ βάραθρον γίγνεται, το βάραθρο όμως σου μένει, σε Αριστοφ.· ὅσαἦν ὑπόλοιπα, όλα όσα υπολείπονται να γίνουν, σε Θουκ.

Middle Liddell

ὑπό-λοιπος, ον,
1. left behind, staying behind, Hdt.; οἱ ὑπ. those who remained alive, Hdt.
2. of things, ὑπ. τὸ βάραθρον γίγνεται the pit still remains, Ar.; ὅσα ἦν ὑπ. all that remained to be done, Thuc.