ἄρρωστος

Revision as of 20:27, 10 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, (ῥώννυμι) A weak, sickly, Arist. HA634b14, Plu.2.465c. Adv. -τως, ἔχειν Aeschin.2.14, cf. D.H.7.12; διακεῖσθαι Isoc.19.20. 2 in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν X.Ap.30, cf. Oec.4.2 (Comp.). 3 ἀρρωστότερος ἐς τὴν μισθοδοσίαν remiss in payment, Th.8.83. [ᾰρωστος AP11.206 (Lucill.).]

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄρω- AP 11.206 (Lucill.)
I 1enfermo αὐταὶ δ' αὑτῶν ὁτὲ μὲν ἀρρωστότεραι, ὁτὲ δ' ἰσχύουσι μᾶλλον Arist.HA 634b14, ἐγὼ ... [ἄρρωστ] ος ἐτύγχανον ... ὤν PCair.Zen.18.5 (III a.C.), cf. AP 11.206 (Lucill.), Babr.75.1, D.C.50.18.3, Ael.NA 17.4, Hierocl.Facet.222, GDI 1878.17 (Delfos II a.C.), PMasp.151.185 (IV d.C.)
subst. ἄρρωστοι τεσσαρεσκαίδεκα catorce casos clínicos Hp.Epid.1.26 tít., οἷον ἀρρώστῳ παραινῶν ἑκάστῳ Plu.2.465c.
2 en sent. moral débil, flojo οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν X.Ap.30, τῶν δὲ σωμάτων θηλυνομένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι X.Oec.4.2
ἐς τὴν μισθοδοσίαν ἀρρωστότερον peor dispuesto para la paga Th.8.83.
II adv. -ως sin fuerza, en estado enfermizo ἀ. διακεῖσθαι Isoc.19.20, D.H.7.12, Corp.Herm.18.7, ἀ. ἔχειν estar enfermo Aeschin.2.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 faible, malade;
2 fig. non disposé à, avec ἐς.
Étymologie: , ῥώννυμι.

English (Thayer)

ἄρρωστον (ῤώννυμι, which see), without strength, weak; sick: Hippocrates), Xenophon, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρωστος, -ον)
1. ο αδύνατος, ο ασθενής
2. ο ψυχικά ασθενής
νεοελλ.
1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση
2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός)
αρχ.
ο απρόθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώννυμαι (παθ. του ρώννυμι) «είμαι σε καλή υγεία, υγιαίνω»].

Greek Monotonic

ἄρρωστος: -ον (ῥώννυμι
1. ασθενής, καχεκτικός, άρρωστος· επίρρ., ἀρρώστως ἔχειν, είμαι άρρωστος, σε Αισχίν.
2. με ηθική σημασία, αδύνατος, ασθενής, τὴν ψυχήν, σε Ξεν.· απρόθυμος, εἴς τι, σε κάτι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρωστος: и Anth. ἄρωστος 2
1) слабый, болезненный, хилый, Xen., Arst., Plut.: οὐκ ἄ. τὴν ψυχήν Xen. разумный человек;
2) неспособный, непригодный (πρὸς τὰς πράξεις Isocr.);
3) несклонный, нерасположенный (ἐς τὴν μισθοδοσίαν Thuc.).

Middle Liddell

ῥώννυμι
i. weak, sickly:— adv., ἀρρώστως ἔχειν to be ill, Aeschin.
2. in moral sense, weak, feeble, τὴν ψυχήν Xen.:— remiss, εἴς τι in a thing, Thuc.
II. also, v. ἄρδω.

Chinese

原文音譯:¥¸?wstoj 阿-而羅士拖士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:不-平安
字義溯源:虛弱的,有病的,患病的,病人;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ῥώννυμι)=加力,健康)組成;而 (ῥώννυμι)出自(ῥώννυμι)X*=擲)。比較幾個有關軟弱的編號: (ἀρρωστέω / ἄρρωστος)形容詞,虛弱的 (ἀσθένεια)名詞,軟弱 (ἀσθενέω)動詞,軟弱 (ἀσθενής)形容詞,無力
出現次數:總共(5);太(1);可(3);林前(1)
譯字彙編
1) 病人(3) 可6:5; 可6:13; 可16:18;
2) 患病的(1) 林前11:30;
3) 有病的人(1) 太14:14

English (Woodhouse)

faint, weak, physically weak, weak physically