καλοκἀγαθικός

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ή, όν, A beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable, προαίρεσις Plb.7.11.9. Adv. -κῶς BMus.Inscr.925b8 (Branchidae), Plu.Phoc.32. 2 inclined to καλοκἀγαθία, Id.Them.3, 2.225f: Comp., Muson.Fr.14p.76H.

German (Pape)

[Seite 1312] ή, όν, einem καλὸς καὶ ἀγαθός geziemend, brav, rechtschaffen; προαίρεσις Pol. 7, 12, 9; τὸν τρόπον Plut. Them. 3, öfter; compar., Muson. bei Stob. fl. 67, 20. – Adv., καλοκἀγαθικῶς καὶ γενναίως Plut. Phoc. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'une parfaite loyauté.
Étymologie: καλοκἀγαθός.

Greek Monolingual

καλοκἀγαθικός, -ή, -όν (Α) καλοκάγαθος
1. αυτός που αρμόζει σε καλό και αγαθό άνθρωπο, έντιμος, αγαθός, χρηστός
2. (για πρόσ.) ενάρετος, ηθικός.
επίρρ...
καλοκἀγαθικῶς (Α)
έντιμα, χρηστά, με αγαθότητα και καλοσύνη.

Greek Monotonic

κᾰλοκἀγᾰθικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ταιριάζει στον καλὸν κἀγαθόν, έντιμος· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
2. αυτός που έχει κλίση στην καλακἀγαθία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλοκἀγᾰθικός: честный, безукоризненный, благородный (προαίρεσις Polyb.; τρόπος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοκἀγαθικός -ή -όν [καλοκἀγαθός] edelmoedig.

Middle Liddell

κᾰλοκἀγᾰθικός, ή, όν
1. beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable:—adv. -κῶς, Plut.
2. inclined to καλοκἀγαθία, Plut. [from κᾰλοκἀγᾰθός]