ἀπαρνέομαι
English (LSJ)
fut. A -ήσομαι Pl.Grg.461c: aor.ἀπηρνησάμην Call.Cer. 75,107, A.R.3.1133 (v.l.), Ev.Matt.16.24, al., but in Trag. and Att., -ηρνήθην S.Tr.480, E.Hipp.1266, Th.6.56, etc.:—deny utterly, Hdt. 6.69; κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Antipho 2.3.4; μή . . ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl. Sph.217c; ἀπαρνηθῆναί τι to refuse, reject it, Th. l.c., etc.; ἀ. μή c. inf., τὸν . . ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι E. l.c.; οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή (sc. δρᾶσαι) S.Ant.443, Aj.96; τίνα οἴει ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ . .; Pl. Grg.461c; οἷός ἐστι μὴ ἂν ἀ. χαρίσασθαι Id.Phdr.256a. 2 in Logic, opp. κατηγορεῖν, deny, Arist.APr.41a9:—Pass., ib.63b37. 3 ἀ. ἑαυτόν deny oneself, Ev.Matt.16.24, al. II Pass., fut. ἀπαρνηθήσεται it shall be denied or refused, S.Ph.527, cf. Ev.Luc.12.9, dub. in LXX Is.31.7: aor. ὥνθρωπος ἓν μὲν οἶδεν, ἓν δ' ἀπηρνήθη was refused, Herod.4.74.
Spanish (DGE)
act. solo en aor.
I intr. decir que no, negar abs. καὶ νῦν γέ φημι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι E.El.1057, cf. 796, φάναι τε καὶ ἀπαρνεῖσθαι Pl.Tht.165a, φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέεν ἀπαρνεόμενον diciendo que no hacía bien en negar Hdt.6.69, ἀπαρνεῖσθαι χρεών E.El.789, ἀπ' ὦν ἀρνήσατο μάτηρ negó la madre (que él estuviera), Call.Cer.75, cf. Phld.Rh.2.46.22, 98.11
•en lóg. op. κατηγορεῖν Arist.APr.41a9
•c. or. de inf. μηδενὶ ἐξεῖναι ἐπαρνηθῆναι ὃν ἂν βούληται φιλεῖν que a nadie le sea lícito prohibirle amar a quien quiera Pl.R.468c, cf. Phld.Rh.1.359.12, c. μή e inf. no traduciéndose la neg. κομίζετ' αὐτόν, ... τὸν τἄμ' ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι λέχη E.Hipp.1266, c. doble neg. tras frase de sent. neg. τίνα οἴει ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐχὶ ... ἐπίστασθαι ¿quién crees que va a negar que sabe ...? Pl.Grg.461c, cf. c. neg. simple οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μὴ (δρᾶσαι) S.Ant.443, cf. Ai.96, c. part. κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι negar haber robado Antipho 2.3.4.
II tr.
1 negar, renegar de, repudiar c. ac. de divinidades y sus símbolos, dogmas Ἀχαιιάδες μιν ἀπηρνήσαντο πόληες a Leto, Call.Del.100, θεούς Luc.Peregr.13, τὸν κύριον Herm.Vis.36.5, τὸν νόμον Herm.Sim.1.5, νηοὺς ... καὶ βωμούς Orac.Sib.4.27, πίστιν Ath.Al.M.26.1308C, θύρσους Nonn.D.47.478
•c. ac. de valores no religiosos no aceptar u honrar εἴρωνες ... τὰ ἔνδοξα ἀπαρνοῦνται Arist.EN 1127b25
•c. ac. de pers. negar conocer τρὶς ἐπαρνήσῃ με me negarás tres veces, Eu.Matt.2634, cf. Pall.H.Mon.14.15
•en v. pas. ser negado, no ser reconocido ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων Eu.Luc.12.9, ἡμεῖς οὐκ ἐ[γενό] μεθα ἀπὸ δούλης ἀπαρνηθέντες no hemos nacido de una esclava como ilegítimos, PGrenf.1.53.35 (IV d.C.)
•tb. en lit. crist. ἀ. ἑαυτόν negarse a sí mismo, Eu.Matt.16.24.
2 c. ac. de n. de acción negarse a, rehusar ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν habiéndose negado a sus avances Th.6.56, τὴν πρώτην ... χάριν ἀπαρνηθείς Pl.Sph.217c, ἐς χρῆσιν ἑτέρην φιλοπονίην ... ἱστορεομένην Hp.Praec.12, τὰς ἐπικουρίας D.C.51.7.1
•c. neutr. pron. negarse ἓν μὲν εἶδεν, ἓν δ' ἀπηρνήθη una cosa decía que sabía, otra que no Herod.4.74, μηδὲν ἀπαρνοῦ no te niegues, Vit.Aesop.G 71, οὐδὲν γὰρ ἀπαρνήσαντο μάγειροι nada le negaron los cocineros Call.Cer.106, cf. E.Fr.10.69P.
•abs. en v. pas. ἡ ναῦς ... κοὐκ ἀπαρνηθήσεται la nave (le llevará) y no se le negará S.Ph.527.
German (Pape)
[Seite 280] dep. pass., abschlagen, verweigern, οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μή Soph. Ai. 96; Ant. 439; τὴν πείρασιν Thuc. 6, 56; ablehnen, wie τοὔνομα Dem. 21, 189; ἀπαρνηθῆναι Plat. Phaedr. 256 a; Sp.; läugnen, Her. 8, 69; οὐκ ἀπαρνήσεσθαι, μὴ οὐχί Plat. Gorg. 461 c; in derselben Bedeutung ἀπαρνηθήσομαι Soph. Phil. 523.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἀπηρνούμην, f. ἀπαρνήσομαι, ao. ἀπηρνήθην, pf. ἀπήρνημαι;
1 refuser, repousser, acc.;
2 nier.
Étymologie: ἀπό, ἀρνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρνέομαι:
1 отклонять, отвергать, отказывать(ся) (Plat.; τι Dem., Thuc., Plut.): οὐκ ἀπαρνηθήσηται Soph. отказа ему не будет;
2 отрицать (Her.; τι Arst.; ποιεῖν τι Plat.; μὴ или οὐ ποιεῖν τι Soph., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Πλάτ.: ἀόρ. ἀπηρνησάμην Καλλ. εἰς Δήμ. 75. 107, Ἀπολλ. Ρόδ., Καιν. Διαθ., ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἀεὶ -ηρνήθην Σοφ. Τρ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 1266, Θουκ. κλ.: ἀποθ. ὁλοσχερῶς ἀρνοῦμαι, ἀπαρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 69· κλέψαντες ἀπαρνεῖσθαι Ἀντιφῶν 118. 20· μὴ… ἀπαρνηθεὶς γένῃ Πλάτ. Σοφιστ. 217C· ἀπαρνηθῆναί τι, ἀποβαλεῖν, ἀπρρῖψαί τι, Θουκ. 6. 56, κτλ.: ἀπ. μὴ μ. ἀπαρ., τὸν… ἀπαρνηθέντα μὴ χρᾶναι Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐκ ἀπαρνοῦμαι τὸ μὴ (ἐνν. δρᾶσαι) Σοφ. Ἀντ. 443, Αἴ. 96· οὐκ ἀπαρνήσεσθαι μὴ οὐ… Πλάτ. Γοργ. 461C· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ μή, ἀπ. χαρίσασθαι ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 256Α. 2) ἐν τῇ λογικῇ ἀντιτίθεται τῷ κατηγορεῖν, μήτε κατηγοροῦντας αὐτοῦ μήτε ἀπαρνουμένους Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 23, 9, ἀλλ’ ἐκείνου μὲν ἄλλο ἀπαρνεῖται, αὐτὸ δὲ ἄλλου κατηγορεῖται Ἀναλυτ. Β΄, 15. ΙΙ. ὁ μέλλ. ἀπαρνηθήσεται, ὁ συνήθως ἐπὶ παθ. σημασ. λαμβανόμενος εἶναι μᾶλλον ἀποθετικὸς καὶ σημαίνει: δὲν θὰ ἀρνηθῇ, - χἡ ναῦς γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται, τὸ πλοῖον θὰ φέρῃ αὐτὸν καὶ δὲν θ’ ἀρνηθῇ, Σοφ. Φ. 527, ἔνθα ἴδε τὴν διεξοδικὴν σημ. τοῦ Jebb. - ἀπαρνηθήσεται μετὰ παθ. σημ. ἀπαντᾷ ἐν τῷ Λουκ. Εὐαγγ. κ. ιβ΄, 9.
English (Strong)
from ἀπό and ἀρνέομαι; to deny utterly, i.e. disown, abstain: deny.
English (Thayer)
ἀπαρνοῦμαι: deponent verb; future ἀπαρνήσομαι; 1st aorist ἀπηρνησαμην; 1future passive ἀπαρνηθήσομαι with a passive significance (Sophocles Philippians 527 (cf. Buttmann, 53 (46))); to deny (abnego): τινα, to affirm that one has no acquaintance or connection with him; of Peter denying Christ: R G L marginal reading; more fully ἀπαρνησθαι μή εἰδέναι Ἰησοῦν, L Tr WH omit μή, concerning which cf. Kühner, ii., p. 701; (Jelf, § 749,1; Winer's Grammar, § 65,2 β.; Buttmann, 355 (305))). ἑαυτόν to forget oneself, lose sight of oneself and one's own interests: R WH marginal reading
Greek Monotonic
ἀπαρνέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ -ηρνησάμην — Παθ. -ηρνήθην· αποθ.·
I. αρνούμαι ολοσχερώς, αρνούμαι κατηγορηματικά, σε Ηρόδ.· ακολουθείται από μήκαι απαρ., σε Ευρ. κ.λπ.· ἀπαρνηθῆναί τι, αρνούμαι, απορρίπτω κάτι, σε Θουκ.
II. μέλ. ἀπαρνηθήσεται, με Παθ. σημασία, πρόκειται να απορριφθεί, να μη γίνει αποδεκτός, σε Σοφ., Κ.Δ.
Middle Liddell
I. to deny utterly, deny, Hdt.; followed by μή and inf., Eur., etc.: ἀπαρνηθῆναί τι to refuse, reject, Thuc.
II. fut. ἀπαρνηθήσεται in pass. sense, shall be denied or refused, Soph., NTest.
Chinese
原文音譯:¢parnšomai 阿普-阿-而尼哦買
詞類次數:動詞(13)
原文字根:從-不-羔羊 相當於: (מָאַס / נָמֵס)
字義溯源:完全的否認,不承認,不認,否認,拒絕,捨;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἀρνέομαι)*=矛盾,否認)組成;而 (ἀρνέομαι)或由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)=不*)與(λέγω)=說出來)組成。這字全用在四福音書中。說到凡跟從主的,必須捨己(否認己),天天背起自己的十字架,來跟從主;也說到彼得的三次否認主。凡不肯否認己的,就很可能會否認主!
出現次數:總共(13);太(4);可(4);路(4);約(1)
譯字彙編:
1) 你要⋯不認(6) 太26:34; 太26:75; 可14:30; 可14:72; 路22:61; 約13:38;
2) 就當捨(3) 太16:24; 可8:34; 路9:23;
3) 不認(2) 太26:35; 可14:31;
4) 你要⋯否認著(1) 路22:34;
5) 也必不認他(1) 路12:9