μυκτήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (μύσσομαι) A nostril, φλέγει δὲ μ., of the fire-breathing bull of Aeetes, S.Fr.336, cf. Ar.V.1488, etc.: freq. in plural, μυκτῆρσιν ἐρευνᾶν Emp.101, cf. Hp.Art.37, Acut.(Sp.) 23, Sophr.135, Hdt.3.87, Ar.Ra.893, X.Smp.5.6, Antiph.217.6, Ph.1.249, al.: dat. pl. μυκτήρεσσιν, in a prescription, POxy.1088.32 (i A. D.): metaph., of a lamp-nozzle, Ar.Ec.5. 2 from the use of the nose to express ridicule, sneerer, of Socrates, Timo 25; in the abstract, sarcasm, raillery, μ. πολιτικώτατος Longin.34.2, cf. Plu.2.860e; μ. Ἀττικός Luc. Prom.Es1; κεράσας μυκτῆρι φρόνημα AP9.188. II an elephant's trunk, Arist.HA497b26, PA659a12; also, the funnel of the cuttlefish, Id.HA541b15.
German (Pape)
[Seite 216] ῆρος, ὁ, Nase, Nüstern, gew. im plur.; Soph. frg. 320; εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο, Eur. Alc. 496; μυκτῆρες ὀσφραντήριοι sagt Eur. bei Ar. Ran. 891; οἷον μυκτὴρ μυκᾶται, Vesp. 1488; ποῖ παρακλίνεις τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας, Pax 158. – Auch der Elephantenrüssel, Arist. part. anim. 2, 16. – Die Tülle an der Lampe, Ar. Eccl. 5. – Übertr. auch Spott, Hohn, Verachtung, die sich durch Naserümpfen und ein wegwerfendes Schnieben der Nase kund geben, Timon. bei D. L. 2, 19; Σωκρατικός, Ep. ad. 543 (IX, 188); Luc. Prom. 1.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
narine litt. la muqueuse, d'où
1 οἱ μυκτῆρες les narines, le nez ; en parl. d'animaux naseaux d'un cheval, narines d'un chien;
2 fig. flair ; raillerie, moquerie.
Étymologie: R. Μυκ, sécréter ; cf. μύξα, lat. mungo.
Russian (Dvoretsky)
μυκτήρ: ῆρος ὁ
1 ноздря, pl. тж. нос (οἱ μυκτῆρες τοῦ ἵππου Her.): ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις Plat. сила ноздрей, т. е. обоняние;
2 хобот (τοῦ ἐλέφαντος Arst.);
3 носик (λαμπάδος Arph.);
4 щупальце (τῶν σηπιῶν Arst.);
5 насмешка, издевка (μ. Σωκρατικός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μυκτήρ: ῆρος, ὁ, (μύσσομαι) ἡ ῥίς, «μύτη», ῥώθων, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 983· φλέγει δ’ ὁ μ., ἐπὶ τοῦ πυριπνόου ταύρου τοῦ Αἰήτου, Σοφ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1488, κτλ.· συχνάκις ὡς τὸ μυξωτῆρες, ἐν τῷ πληθ. οἱ ῥώθωνες, Ἡρόδ. 3. 87, Ἀριστοφ. Βάτρ. 891, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 6· ― μεταφορ., μ. λαμπάδος, ἡ ἐξέχουσα ἄκρα τοῦ λύχνου ἔνθα ἡ θρυαλίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 5. 2) ὡς ἐκ τῆς χρήσεως τῆς ῥινὸς πρὸς ἐκδήλωσιν χλεύης (πρβλ. μυκτηρίζω), μυκτηριστής, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 188· ― ὡσαύτως σκῶμμα, ἐμπαιγμός, περίγελως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. ἐλέφαντος προβοσκίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ φυσητῆρος ἢ αὐλοῦ τῶν μαλακίων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 4· ― πρβλ. προβοσκίς.
Greek Monotonic
μυκτήρ: -ῆρος, ὁ (μύσσομαι),·
1. μύτη, ρουθούνι, σε Αριστοφ.· στον πληθ., ρουθούνια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. από τη χρήση της μύτης για να εκφραστεί χλευασμός, σε Ανθ.
Middle Liddell
μυκτήρ, ῆρος, ὁ, μύσσομαι
1. the nose, snout, Ar.: in plural the nostrils, Hdt., Ar.
2. from the use of the nose to express ridicule, a sneerer, Anth.