κατηγόρημα

Revision as of 15:54, 16 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό,
A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κατηγόρημα this is the fault of... A.D.Pron.27.25.
II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18.
2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.
III sign, indication, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. Polem.Phgn. 36.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
accusation, reproche, blâme.
Étymologie: κατηγορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηγόρημα -τος, τό [κατηγορέω] aanklacht, beschuldiging.

Russian (Dvoretsky)

κατηγόρημα: ατος τό
1 порицание (τοῦ τρόπου σου Dem.);
2 обвинение: τῶν κατηγορημάτων τῶν μεγίστων εἶναι Plat. быть одним из главных пунктов обвинения;
3 филос. высказывание, предикат Arst.;
4 = κατηγορία 2.

Greek Monolingual

και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) κατηγορῶ
(λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενο
νεοελλ.
1. η πράξη ή η ιδιότητα για την οποία κατηγορείται κάποιος, το αντικείμενο της κατηγορίας
2. κύριος όρος της προτάσεως, ο οποίος αποδίδεται στο υποκείμενο της και εκφέρεται είτε μονολεκτικός, οπότε είναι ρήμα, είτε περιφραστικώς, οπότε αποτελείται από ένα συνδετικό ρήμα και από το κατηγορούμενο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει», «ἁπλοῦς ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»
μσν.
φρ. «πίπτω εἰς κατηγόρημα» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαι
μσν.-αρχ.
κατηγορία, μομφή («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ κατηγόρημα ἕν ἔστω», Πλάτ.)
αρχ.
1. γεγονός ή ενέργεια η οποία φανερώνει κάτι, ένδειξη
2. σημείο, σημείωση.

Greek Monotonic

κατηγόρημα: -ατος, τό, κατηγορία, καταγγελία, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγόρημα: τό, τὸ κακούργημα ἢ ἔγκλημα, δι’ ὃ γίνεται ἡ κατηγορία, Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = κατηγορία ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― σημεῖον, σημείωσις, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.

Middle Liddell

κατηγόρημα, ατος, τό,
an accusation, charge, Plat., Dem.

Translations

accusation

Arabic: اِتِّهَام‎; Armenian: մեղադրանք; Azerbaijani: ittiham; Belarusian: абвінавачванне, абвінавачанне; Bulgarian: обвинение; Catalan: acusació; Chinese Mandarin: 控告, 指控; Czech: obvinění; Danish: anklage, beskyldning; Dutch: beschuldiging; Esperanto: akuzo; Finnish: syyttäminen; French: accusation; Galician: acusación; German: Anklage, Beschuldigung; Gothic: 𐌿𐍃𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: κατηγορία; Ancient Greek: κατηγορία, κατηγόρημα, ἔγκλημα; Hebrew: אישום‎, האשמה‎; Hungarian: vád, vádemelés, megvádolás; Italian: accusa; Japanese: 告発; Korean: 고발; Latin: accusatio; Macedonian: обвинување, оптужба; Mongolian: яллалт; Norwegian Bokmål: anklage, beskyldning; Nynorsk: skulding; Occitan: acusacion; Persian: اتهام‎; Plautdietsch: Kloag, Aunkloag; Polish: oskarżenie; Portuguese: acusação; Romanian: acuzație, învinovățire; Russian: обвинение; Serbo-Croatian Cyrillic: оптужба; Roman: optužba; Slovak: obvinenie; Slovene: obtožba; Spanish: acusación; Swahili: madai; Swedish: anklagelse, anklagan, beskyllning; Tagalog: bintang, akusasyon; Turkish: suçlama; Ukrainian: звинувачення; Vietnamese: sự buộc tội; Welsh: cyhuddo, cyhuddiad

predicate

Bulgarian: твърдение, предикат; Czech: predikát; Dutch: predicaat; Esperanto: predikato; Finnish: predikaatti; French: prédicat; German: Prädikat; Greek: κατηγόρημα; Hebrew: פרדיקט‎, פדיקט‎; Hungarian: predikátum, állítás; Icelandic: umsagnarökfræði; Japanese: 述語; Persian: محمول‎; Polish: predykat, funkcja zdaniowa; Portuguese: predicado; Romanian: predicat; Russian: предикат; Serbo-Croatian: predikat; Slovak: predikát; Spanish: predicado; Swedish: ett predikat