ἀνακίρναμαι
English (LSJ)
A mix, ἀνακίρναται ποτόν S.Fr.255.8: metaph., φιλίας . . ἀνακίρνασθαι mix the bowl of friendship, E.Hipp.254. II as Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος tempered by... Pl. Ax.371d: mingle with, Iamb. in Nic.p.73 P.:—Act., ἀνακίρνησιν Ph.1.284, part. -κιρνάς 1.153:—Pass., ἀνακιρνᾶται Id.Fr.74 H. (s.v.l.), cf. Alex. Trall.1.13.
Spanish (DGE)
(ἀνακίρνᾰμαι) • Alolema(s): act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284
1 intr. mezclarse ποτόν S.Fr.255.8
•templar ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.Ax.371d.
2 tr. fig. trabar, mezclar φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254
•en v. act. mezclar τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.in Nic.p.73.
German (Pape)
[Seite 192] (s. κίρνημι), mischen, ποτόν, sagte Soph. frg. 237 von der Traube, das Getränk brauend; übertr., μετρίας φιλίας, Freundschaft knüpfen, Eur. Hipp. 264. – Pass., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat. Ax. 371 a, durch Sonnenstrahlen temperirt; vgl. Man. 5, 60.
French (Bailly abrégé)
Moy. de ἀνακίρνημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακίρνᾰμαι:
1 смешивать, разбавлять (ποτόν Soph.): φιλίας ἀ. Eur. завязать дружеские отношения, подружиться;
2 смешиваться, умеряться, смягчаться (ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος Plat.): ἀ. τινι Plut. смешиваться с чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακίρναμαι: ἀποθ. ἀναμιγνύω, ἀνακίρναται ποτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 239: μεταφ. φιλίας... ἀνακίρνασθαι, ἀναμιγνύειν τὸν κρατῆρα τῆς φιλίας, Λατ. jengere amicitias, Εὐρ. Ἱππ. 254, ἴδε Πόρσ. Μήδ. 138· πρβλ. νεοκράς. ΙΙ. ὡς παθ., ἀὴρ ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος, συγκιρνώμενος, μετριαζόμενος…, Πλάτ. Ἀξ. 371D: - ἐνεργ. τύπος ἀνακίρνησιν ἀπαντᾷ παρὰ Φίλωνι 1.184.
Greek Monolingual
ἀνακίρναμαι (Α)
1. αναμιγνύω, ανακατεύω
2. υφίσταμαι ύφεση, μετριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κίρναμαι, παράλληλος, ποιητ. τ. του κεράννυμι.
Greek Monotonic
ἀνακίρνᾰμαι: αποθ., αναμειγνύω καλά· μεταφ., φιλίας ἀνακίρνασθαι, συμμετέχω στην πιο στενή φιλία, σε Ευρ.
Middle Liddell
Dep. to mix well: metaph., φιλίας ἀνακίρνασθαι to join in closest friendship, Eur.
Translations
mix
Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝, 撈; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναλαμβάνω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German German Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Spanish: mezclar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן