σφάραγος

Revision as of 09:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.: = φάρυγξ, Apion ap.Phot.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.

Greek (Liddell-Scott)

σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, σφαραγίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυσφάραγος, ἐρισφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g, sphur΄g âmi (tono), vis' pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος»
2. φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε -σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το σχήμα σμαραγῶ: σμάραγος. Η ερμηνεία, τέλος, που έχει αποδοθεί στον τ. από τον Ησύχιο «τράχηλος, λαιμός, φάρυγγας» οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του με τη λ. ἀσφάραγος (Ι) «φάρυγγας, λαιμός»].

Greek Monotonic

σφάραγος: ὁ, θορυβώδης έκρηξη, έκρηξη που παράγει εκκωφαντικό θόρυβο.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: See on 1. ἀσφάραγος.

Middle Liddell

σφάραγος, ὁ,
a bursting with a noise.

Frisk Etymology German

σφάραγ[γ]ος: {sphárag[g]os}
Meaning: βρόγχος, τράχηλος, λοιμός, ψόφος H., = φάρυγξ (Apion ap. Phot.).
Etymology: Vgl. zu 1. ἀσφάραγος.
Page 2,828

Mantoulidis Etymological

(=ἔκρηξη μέ θόρυβο, κρότος). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Σχετίζεται μέ τό σπαργῶ (=εἶμαι γεμάτος μέχρι σκασμοῦ, φουσκώνω), καί τό σφριγῶ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφαραγοῦμαι (=εἶμαι γεμάτος), σφαραγίζω (=ἀντηχῶ μέ θόρυβο).

German (Pape)

ὁ, jedes Rauschen, Lärmen, Geräusch, Gebraus, Gezisch, Geprassel, scheint mit σμαραγέω zusammenzuhangen.