ἐκδικέω
English (LSJ)
A avenge, punish, φόνον Ctes.Fr.37; παρακοήν 2 Ep.Cor.10.6; τινάς PGen.47.17 (iv A.D.); exact vengeance for, τὰ αἵματα τῶν δούλων LXX 2 Ki.4.8; τὸ αἷμα τὸ ἀναίτιον SIG1181.12 (Jewish, circ. ii/i B.C.).
2 decide a case, δίκην, ἀγῶνα, Ph.2.432, POxy.1020.6 (ii A. D.).
II avenge or vindicate a person, by taking up his cause, Apollod.2.5.11, PAmh.2.134.10 (ii A.D.), Plu.Comp.Ag.Gracch. 5; ἑαυτούς Ep.Rom.12.19, etc.; ἐ. τινὰ ἀπό τινος avenge one on another, Ev.Luc.18.3: c.dat., Sch.Ar.Pl.627:—Pass., LXX Ps.36 (37).28.
2 act as ἔκδικος 11.3, AJA18.325 (Sardes, i B. C.), cf. CIG2824 (Aphrodisias), BCH23.182 (Pisidia).
III claim, CIG 3488 (Thyatira), Inscr.Perg.245; σιτία καὶ ποτά Hierocl.in CA8p.431M.
IV ἐ. τισί make retribution for them, Aesop.279b.
Spanish (DGE)
(ἐκδῐκέω)
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγδ-
I tr.
1 decidir, resolver, zanjar un litigio τὴν πρὸς τὸν Ἑρμίαν κρίσιν PTor.Choachiti 12.6.8, 27 (II a.C.), τὸν ἀγῶνα τῆς ἀπάτης ὁ ἡγούμ[ενος] τοῦ ἔθνους ἐκδι[κ] ήσει POxy.1020.8, cf. 6 (II/III d.C.).
2 vengar, hacer justicia a
a) c. ac. de la víctima del delito Παρθυαίων ἐκδίκει τὴν ἀρχὴν περιυβρισμένην I.AI 18.335, σε ... ἐκδικήσει παρὰ τῶν πονηρῶν (el dios), I.AI 6.303, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Eu.Luc.18.3, Ὅσιον Δίκαιον, Ἥλιε Κύριε, ὑμεῖς ἐκδικήσατε αὐτὴν νεκράν RECAM 2.242 (I d.C.), θεοὺς μαρτύρομαι, οἳ ... ἐκδικήσουσί με Vit.Aesop.W.142, cf. SEG 44.1059 (Frigia III d.C.), τὸν ἀδελφόν ... ἀναιρεθέντα Plu.Comp.TG CG 5, en v. pas. ἔδει ... ἐκδικηθῆναι φθαρέντα καὶ τοῦτον A.Al.5A.17;
b) raro c. dat. τῇ μητρί Dino 11, τῷ Θησεῖ Sch.Ar.Pl.627b;
c) c. ac. int. ἐκδίκει τὴν ἐκδίκησιν υἱῶν Ισραηλ ἐκ τῶν Μαδιανιτῶν LXX Nu.31.2, μάχαιρα ἐκδικοῦσα δίκην διαθήκης espada ejecutora de la venganza de la alianza LXX Le.26.25, cf. Ph.2.432;
d) c. ac. del crimen o la ‘sangre’ de la víctima τὸν φόνον Ctes.13a, τὰ αἵματα τῶν δούλων LXX 4Re.9.7, cf. Os.1.4, τὸ αἷμα τὸ ἀναίτιον ID 2532.12 (II a.C.), τὸν Ζαχαρίου θάνατον I.AI 9.171, πᾶσαν παρακοήν 2Ep.Cor.10.6, en v. pas. Hdn.2.6.9;
e) c. pron. refl. en ac. vengarse, tomarse la justicia por su mano οὐδείς ἐστιν ὃς προπηλακισθεὶς ἑαυτόν ποτε οὐκ ἐκδικήσει Aesop.3.2, μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες Ep.Rom.12.19, cf. Eus.PE 6.10.25.
3 castigar c. ac. del autor del delito μή με ἐκδικήσῃς ταῖς ἁμαρτίαις μου LXX To.3.3, τὸν οἶκον αὐτοῦ LXX 1Re.3.13, αὐτοῦ γάρ ἐστιν <τοὺς> τὰ τοιαῦτα τολμῶντες ἐκδικεῖν a él le compete castigar a los que osan tales cosas, PAbinn.47.17 (IV d.C.)
•abs. hacer justicia παρακαλοῦμεν ἐκδικῆσαι como súplica a un dios SB 13931.11 (I/II d.C.), Ἥλιε, ἐκδίκησον IGPA 258.1 (imper.), cf. Suppl.Mag.59ue.
4 entablar pleito contra, llevar a juicio, emprender acciones legales contra c. ac. de pers. ἡμεῖς αὐτὸν ... ἐκδικήσομεν ... τοῖς ἰδίοις ἑαυτῶν δαπανήμασιν BGU 13.15 (III d.C.), cf. PGrenf.1.60.37 (VI d.C.), τὸν δὲ ἐπελευσόμενον ... ἡμεῖς οἱ πεπρακότες ἐκστήσομεν καὶ ἐκδικήσομεν ... ἰδίοις ἡμῶν ἀναλώμασι SB 5112.55 (VII d.C.).
5 denunciar transgresiones de disposiciones funerarias τοῦτο δὲ ἐκδικ[ή] σουσιν ... οἱ κατὰ καιρὸν νεωποιοί CIG 2824.17 (Afrodisias III d.C.)
•frec. en uso abs. ὁ ἐκδικήσας el denunciante ὁ παρὰ ταῦτά τι ποιήσας ... προσαποτεισάτω θεᾷ Ἀφροδείτῃ (δηνάρια) βφʹ, ὧν τὸ τρίτον ἔστω τοῦ ἐκδικήσαντος SEG 44.866.15 (Afrodisias III d.C.), cf. MAMA 8.571.7 (II d.C.), παντὸς ἔχοντος ἐξουσίαν προσαγγέλλειν καὶ ἐ. ἐπὶ τῷ ἡμίσει μέρει TAM 3.663.12 (Termeso III d.C.), αἱ δὲ αὐτ[αὶ ἀραὶ] αὖ[θις] καὶ τοῖς μὴ ἐκδικήσασιν περὶ τούτων IAlt.Hierap.339B.12 (II d.C.).
6 reclamar algo como propio σιτία καὶ ποτά Hierocl.in CA 8.1, τὰ ἀλλότρια Chrys.M.57.306, judicialmente τὸ τρίτον ἐκδικῶν μέρος ἐξ [ἀδιαι] ρέ[τ] ου PLips.33.2.15 (IV d.C.), en v. pas. τοῦ ἐκδικουμένου ὑφ' ἡμῶν μέ[ρο] υς ἥμισυ PPrincet.79.9 (IV d.C.), τὰ ἄλογα ζῷα διὰ σφραγῖδος δείκνυσι τίνος ἐστὶν ἕκαστον, καὶ ἐκ τῆς σφραγῖδος ἐκδικεῖται Clem.Al.Ex.Thdot.86, τὰς χρηματικὰς ποινὰς ... τῷ ἡμετέρῳ φίσκῳ ἐκδικεῖσθαι θεσπίζομεν Iust.Nou.128.25
•abs. reclamar, hacer una reclamación περὶ τῶν ἱερῶν ... χρημάτων SEG 11.923.17 (Laconia I d.C.).
7 defender ἐκδίκει σου τὸν τόπον ἐν πάσῃ ἐπιμελείᾳ defiende tu cargo con toda solicitud Ign.Pol.1.2, ἵνα διὰ τῆς ἀντιλογίας ἡμᾶς αὐτούς ἐκδικῶμεν Basil.Ep.207, πίστιν Ath.Al.Decr.27.5, cf. Cyr.Al.Luc.2.61, Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.1 (p.27.17), διαγωνίσασθαι καὶ ἐκδικῆσαι τὰ τῆς παιδός PStras.41.9 (III d.C.).
II intr. ejercer como abogado o defensor de comunidades y ciu., esp. defendiendo sus intereses en disputas territoriales (cf. ἔκδικος II 1) ἐγδικήσαντες ὑπὲρ τοῦ ἄλσους ISinuri 2.8 (heleníst.), cf. 11.13 (heleníst.), IM 93a.27 (II a.C.), OGI 335.110 (Pérgamo II a.C.), tb. ante los tribunales o las autoridades romanas πρεσβεύων καὶ ἐκδικῶν Sardis 8.41 (I a.C.), τειμηθέντα ... ἐπὶ τῷ ἐ<κ>δικῆσαι καὶ ἀποκαταστῆσαι τὰ τῶν κωμῶν TAM 5.974.7 (Tiatira I/II d.C.), ἐκδικήσαντα πιστῶς, πρεσβεύσαντα εἰς Ῥώμην παρὰ τὸν θειότατον αὐτοκράτορα ... ITomis 61.6 (II d.C.), ἐκδικήσαντα ... συνδικήσαντα πολλάκις IPrusias 2.7 (II d.C.), ὑπὲρ τῆς πατρίδος [ἀ] συνκρίτως IPrusias 3.7 (III d.C.), ἐκδικοῦντος τοῦ συνεδρίου IEphesos 737.12 (III d.C.), διὰ βίου INikaia 61.13 (III d.C.)
•raro c. ac. de rel. πρεσβεύσαντα δωρεὰν ... [πρ] ὸς τοὺς Σεβαστοὺς ... καὶ ἐγδικήσαντα δημοσίας ὑποθέσεις πολλὰς καὶ μεγάλας SEG 32.1306.4 (Cibira I d.C.), cf. TAM 5.1002.9 (Tiatira I d.C.).
German (Pape)
[Seite 757] bestrafen, τινά, Apolld. 2, 5, 11; rächen, φόνον Ath. XIII, 560 e u. a. Sp.; τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου, vertheidigen, N. T. – Bei Schol. Ar. Plut. 627 c. dat., ἐκδικῆσαι τῷ Θησεῖ, Genugthuung geben.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer justice ou tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..
Étymologie: ἔκδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδῐκέω:
1 карать, мстить (τὴν ὕβριν Diod.; τὸν θάνατόν τινος Plut.): ἐ. ἑαυτόν NT мстить за себя;
2 защищать (τινα ἀπό τινος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδῐκέω: ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι ἔγκλημα, Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. λαμβάνω ἐκδίκησιν ὑπὲρ ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, πράττω ὡς ἔκδικος (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.
English (Strong)
from ἔκδικος; to vindicate, retaliate, punish: a (re-)venge.
English (Thayer)
ἐκδικῶ; future ἐκδικήσω; 1st aorist ἐξεδίκησα; (ἔκδικος, which see); the Sept. for נָקַם, פָּקַד, שָׁפַט;
a. τινα, to vindicate one's right, do one justice (A. V. avenge): Luke 18 (τινα ἀπό τίνος, to protect, defend, one person from another, ἑαυτόν, to avenge oneself, τί, to avenge a thing (i. e. to punish a person for a thing): τήν παρακοήν, τό haima] τίνος ἀπό or ἐκ τίνος, to demand in punishment the blood of one from another, i. e. to exact of the murderer the penalty of his crime (A. V. avenge one's blood on or at the hand of): ἐκ, I:7. (In Greek authors from (Apollod.), Diodorus down.)
Greek Monotonic
ἐκδῐκέω: μέλ. -ήσω (ἔκδικος)·
I. εκδικούμαι, τιμωρώ έγκλημα, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, απαιτώ εκδίκηση για ένα έγκλημα, στο ίδ.
II. εκδικούμαι κάποιον, στο ίδ.· ἐκδ. τινὰ από τινος, εκδικούμαι κάποιον για λογαριασμό κάποιου άλλου, στο ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω ἔκδικος
I. to avenge, punish a crime, NTest.: also to exact vengeance for a crime, NTest.
II. to avenge a person, NTest.; ἐκδ. τινὰ ἀπό τινος to avenge one on another, NTest.
Chinese
原文音譯:™kdikšw 誒克-笛克哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:出去-義
字義溯源:辯護,伸冤,報復,責罰;源自(ἔκδικος)=伸張正義);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成
出現次數:總共(6);路(2);羅(1);林後(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 伸冤(3) 羅12:19; 啓6:10; 啓19:2;
2) 我⋯伸冤罷(1) 路18:5;
3) 就來責罰(1) 林後10:6;
4) 伸冤罷(1) 路18:3