ἐπιλογίζομαι

Revision as of 12:01, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Att. A fut. -λογῐοῦμαι Pl.Ax.365b: aor. -ελογισάμην X. (v. infr.), D. (v. infr.), -ελογίσθην Hdt. (v. infr.): pf. -λελόγισμαι D.H.3.15:—reckon over, conclude, consider, ὅτι.. Hdt.7.177, D.44.34, Pl. l.c., Phld.Sign.8,al.; τὰ ἄλλα ὀρθῶς ἐ. D.H.l.c.; take into account, οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο X.HG7.5.16; οὐκ ἐπιλογίζεται τὸ τέταρτον, of the Egyptian year of 365 days, Procl.Hyp.3.56; ἐ. δείγμασιν οὐκ ἀμφιβόλοις Theol.Ar.33:—Pass., τὰ βουλαῖς -λογισθέντα Ph.1.428, cf. Phld.D.1.15.
II. address the peroration, πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Theodect. ap.Rh.7.33 W.

German (Pape)

[Seite 958] dep. med., bei Her. aor. pass., überdenken, überlegen, berücksichtigen, ἐπιλογισθέντες ὅτι ἕξουσι Her. 7, 177; praes., Plat. Ax. 365 d; οὐδὲν τούτου ἐπελογίσαντο Xen. Hell. 7, 5, 16, sie kehrten sich nicht daran. – Dabei überlegen, τινί, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιλογίσομαι, att. ἐπιλογιοῦμαι, ao. ἐπελογισάμην ou ἐπελογίσθην;
1 tenir compte de, considérer, acc.;
2 penser à, réfléchir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, λογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλογίζομαι: (fut. ἐπιλογίσομαι - атт. ἐπιλογιοῦμαι)
1 считать, полагать, думать (ἐπιλογισθέντες ὅτι οὔτε πλήθεϊ ἕξουσι χρᾶσθαι οἱ βάρβαροι, οὔτε ἵππῳ Her.);
2 принимать во внимание, учитывать (οὐδὲν τούτων Xen.);
3 обращаться с речью (πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -λογῐοῦμαι, Πλάτ. Ἀξ. 365Β. ἀόρ. -ελογισάμην Ξεν., Δημ., -ελογίσθην Ἡρόδ.: πρκμ. -λελόγισμαι Διον. Ἁλ. 3. 15· Ἀποθ. Ἀναλογίζομαι, συμπεραίνω, θεωρῶ, ὅτι.. Ἡρόδ. 7. 177, Δημ. 1090, ἐν τέλ.· οὐδὲν τοῦτο ἐπελογίσαντο, nullam hujus rei rationem habuerunt, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 16· πρβλ. ἐπιλογιστέον. ΙΙ. ἀπαγγέλλω, λέγω τὸν ἐπίλογον, ὅτι ἔργον ῥήτορος, ὥς φησι Θεοδέκτης, προοιμιάσασθαι πρὸς εὔνοιαν, διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα... ἐπιλογίσασθαι πρὸς ὀργὴν ἢ ἔλεον Ἀριστ. Ἀποσπ. 123.

Greek Monolingual

ἐπιλογίζομαι (Α) επίλογος
1. σκέπτομαι, αναλογίζομαι
2. υπολογίζω, θεωρώ άξιο λόγου
3. απαγγέλλω τον επίλογο ρητορικού λόγου.

Greek Monotonic

ἐπιλογίζομαι: μέλ. Αττ. -λογιοῦμαι, αόρ. αʹ -ελογισάμην και -ελογίσθην· αποθ., αναλογίζομαι, συμπεραίνω, ὅτι..., σε Ηρόδ.· ἐπ. τι, υπολογίζω κάτι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic -λογιοῦμαι aor1 -ελογισάμην and -ελογίσθην
Dep., to reckon over, conclude, ὅτι . . Hdt.; ἐπ. τι to take account of a thing, Xen.