ἐναφάπτω
English (LSJ)
Ion. ἐνατάπτω, tie up or hang in a thing, ἐναπῆπτε τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν f.l. in Hdt.1.214 (cf. ἐναφίημι); attach, Arist.Cael. 301b26.
Spanish (DGE)
aplicarse por contacto ὥσπερ γὰρ ἐναφάψασα (δύναμις) παραδίδωσιν ἑκατέρῳ en ambos casos (la fuerza) transmite (los movimientos) aplicándose a modo de contacto Arist.Cael.301b26.
German (Pape)
[Seite 831] darin berühren, Arist. coel. 3, 3. Bei Her. 1, 214 ist ἐναπῆπτε v.l. für ἐναπῆκε.
French (Bailly abrégé)
suspendre dans.
Étymologie: ἐν, ἀφάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναφάπτω:
1 соприкасаться Arst.;
2 (ион. 3 л. sing. impf. ἐναπῆπτ(ν) - v.l. ἐναπῆκε) привязывать, приставлять Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναφάπτω: Ἰων. ἐναπ-, δένω τι εἴς τι ἢ κρεμῶ αὐτὸ ἐντὸς αὐτοῦ, ἐπανῆπτε τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκὸν Ἡρόδ. 1. 214 (ἀλλ’ ἡ διάφ. γραφ. ἐναπῆκε ἐκ τοῦ ἐναφίημι φαίνεται ὀρθοτέρα)· ἐγγίζω τι ἐλαφρῶς, ὥσπερ γὰρ ἐναφάψασα (ἡ δύναμις) παραδίδωσιν ἑκατέρῳ Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 2, 17.
Greek Monolingual
ἐναφάπτω και ιων. τ. ἐνάπτω (Α)
1. αγγίζω ελαφρά, θίγω
2. δένω, προσδένω, προσαρτώ σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐναφάπτω: Ιων. ἐναπ-, στερεώνω κάτι γερά πάνω σε κάτι άλλο, προσδένω, σε Ηρόδ.