τρωτός

Revision as of 23:44, 4 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τρωτή, τρωτόν, vulnerable, Il.21.568, E.Hel.810, X.An.3.1.23, Eub.107.8, Phld.Sign.38; cf. τρωτός· παθητός (leg. πληκτός), Hsch.; τετρωτος (sic) = vulnerarius, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vulnérable.
Étymologie: τιτρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρωτός -ή -όν [τιτρώσκω] kwetsbaar.

German (Pape)

adj. verb. zu τιτρώσκω, verwundet, verwundbar, Il. 21.568 und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

τρωτός: τιτρώσκω ранимый, уязвимый (χρώς Hom.; δέμας Eur.; ἄνδρες Xen.).

English (Autenrieth)

vulnerable, Il. 21.568†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό
ελάττωμα, ψεγάδι
3. φρ. «τρωτό σημείο» — το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα
αρχ.
πληγωμένος, τραυματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ.].

Greek Monotonic

τρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιτρώσκω, αυτός τον οποίο δύναται κάποιος να τραυματίσει, τρωτός, ευπρόσβλητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

τρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τρώω, τιτρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ τρώσῃ, ὁ ὑποκείμενος ἢ ἐκτεθειμένος εἰς τρῶσιν, τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Φ. 568· οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας; Εὐρ. Ἑλ. 810· οἱ ἄνδρες τρωτοὶ μᾶλλον ἡμῶν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 23, Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 8. 2) τετρωμένος, «πληγωμένος», Ἑνετικὰ Σχόλ. Ἰλ. Α. 102.

Middle Liddell

τρωτός, ή, όν verb. adj. of τιτρώσκω
to be wounded, vulnerable, Il., Attic

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τιτρώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

vulnerable

Arabic: عرضة‎, عُرْضَة لِلْجَرْح‎ liljarḥ), هَشّ‎, ضَعِيْف‎; Armenian: խոցելի; Basque: zaurgarri; Belarusian: уразлі́вы; Bulgarian: уязвим; Catalan: vulnerable; Chinese Mandarin: 脆弱的, 敏感的, 易損的/易损的, 弱勢的/弱势的; Czech: zranitelný; Danish: sårbar; Dutch: kwetsbaar; Esperanto: vundebla; Faroese: viðbrekin; Finnish: haavoittuvainen, herkkä; French: vulnérable; Galician: vulnerable; Georgian: დაუცველი, მოწყვლადი; German: verletzlich, verwundbar, empfindlich; Greek: ευάλωτος; Ancient Greek: ἁλωτός, βλαβερός, τορητός, τρωτός; Hebrew: פגיע‎; Hungarian: sebezhető, sérülékeny, veszélyeztetett, fenyegetett, támadható; Icelandic: særanlegur, viðkvæmur; Indonesian: rentan; Irish: soghonta; Italian: vulnerabile; Japanese: 傷つきやすい, 脆い, 弱い; Khmer: ដែលងាយធ្វើអោយឈឺចាប់; Korean: 약한; Latin: forabilis; Lithuanian: pažeidžiamas; Macedonian: ранлив; Manx: so-lhottey; Maori: pānekeneke; Norwegian Bokmål: sårbar; Persian: آسیب‌پذیر‎; Polish: wrażliwy, bezbronny; Portuguese: vulnerável; Romanian: vulnerabil; Russian: уязвимый, ранимый; Serbo-Croatian: рањив, rànjiv; Sicilian: vurniràbbili; Slovak: zraniteľný; Slovene: ranljiv; Sorbian Lower Sorbian: zranjobny; Spanish: vulnerable; Swedish: sårbar, utsatt; Ukrainian: уразливий, уразливий; Vietnamese: dễ tổn thương