σκηπτουχία
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of a staff or sceptre as the badge of command, hence military command, especially of the Persians, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς A.Pers.297; technically, rank or province of a Persian σκηπτοῦχος (v. σκηπτοῦχος 2), Str.11.2.18.
2 generally, command, power, Lyc.111.
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, eigtl. das Sceptertragen; dah. – a) der oberste Befehl im Kriege, das Oberkommando, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch. Pers. 289, u. Sp., wie Lycophr. 111. – b) die Würde, Macht od. Provinz eines Scepterträgers am persischen Hofe.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
port du sceptre ; commandement militaire.
Étymologie: σκηπτοῦχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτουχία -ας, ἡ [σκηπτοῦχος] het houden van de scepter, opperbevel.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτουχία: ἡ верховная власть, главное командование (ὁ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτουχία: ἡ, τὸ φέρειν ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς τὸ σημεῖον τῆς ἀρχῆς, στρατιωτικὴ ἀρχή, στρατηγία, μάλιστα μεταξὺ τῶν Περσῶν, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· καὶ ὡς τεχνικ. ὅρος, τὸ ἀξίωμα ἢ ἐξουσία Πέρσου σκηπτούχου (ἴδε τὸ ἑπόμ. 2), Στράβ. 498. 2) καθόλου, ἀρχηγία, ἐξουσία, Λυκόφρ. 111, Ἀνθ. Π. παράρτ. 357.
Greek Monolingual
η, ΝΑ σκηπτοῦχος
το να φέρει κανείς σκήπτρο ή ράβδο ως σύμβολο εξουσίας, ηγεμονία
αρχ.
1. το αξίωμα ή η εξουσία Πέρση σκηπτούχου
2. (γενικά) εξουσία.
Greek Monotonic
σκηπτουχία: ἡ, το να κρατάει κάποιος ραβδί ή σκήπτρο ως έμβλημα εξουσίας, στρατιωτική αρχή, σε Αισχύλ.· γενικά, εξουσία, ισχύς, κυριαρχία, σε Ανθ.
Middle Liddell
σκηπτουχία, ἡ,
the bearing a staff or sceptre as the badge of command, military command, Aesch.:— generally, command, power, Anth. [from σκηπτοῦχος