χλανίς

Revision as of 14:18, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A upper-garment of wool, finer than χλαῖνα (but gloss on χλαῖνα, Hsch.), worn by women as well as men, Simon.37.12, Hdt.3.139, 140, Phld.Vit.p.21J., etc.; used by old people, Ar.Ec. 848, Antiph.33.3; Μιλησία χλανίς, i.e. of fine wool, Plu.Alc.23, 2.583e; χλανίδα φορεῖν, as a mark of effeminacy, D.36.45, cf. 21.133; παρθενικαὶ . . χλανίσιν μαλκαῖς κατάθρυπτοι Eub.108 (hex.), cf. Com.Adesp.338; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19 (anap.), cf. Anaxil.18.2 (anap.); opp. the τρίβων of the philosophers, Teles p.40H., cf. p.53H.; worn on festive occasions, γαμικὴ χλανίς a wedding mantle, Ar.Av.1693; χλανὶς λευκή Id.Fr.491; used as a blanket, AP5.172 (Mel.), Plu.2.989f.
2 later, = χλαμύς 3, Lat. paludamentum, Jul. ad Ath.274c, 278d.

German (Pape)

[Seite 1358] (verwandt mit χλαῖνα, w. m. s.), ίδος, ἡ, ein seines u. weiches wollenes Oberkleid, sowohl von Männern als von Frauen, mehr zum Putz als zum Schutz gegen die Kälte getragen; Her. 3, 139. 140; Ar. Eccl. 818; Simonds. 7, 13; γαμική, ein Hochzeitskleid, Ar. Av. 1691; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp. com. bei Ath. VII, 347 c, vgl. Anaxilas ib. 548 c; was, wie χλανίδα φορεῖς Dem. 36, 45, ein weichliches, üppiges Leben bezeichnet; λευκή, die toga candida der Römer. – Bei Mel. 82 (V, 173) eine Bettdecke.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 manteau léger de laine fine et précieuse;
2 couverture de laine fine pour un lit.
Étymologie: cf. χλαῖνα.

Russian (Dvoretsky)

χλᾰνίς: ίδος ἡ
1 хланида (одежда из тонкой шерстяной ткани) Her., Dem., Men., Plut.: χ. γαμική Arph. брачная одежда;
2 тонкое покрывало, одеяло (ταῖς χλανίσι ἐγκατακλιθῆναι Plut.; ὑπὸ χλανίδι θάλπεσθαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χλᾰνίς: -ίδος, ἡ, ἐπανωφόριον μάλλινον ὡς ἡ χλαῖνα, ἀλλὰ λεπτοτέρας κατασκευῆς, ἣν ἐφόρουν γυναῖκές τε καὶ ἄνδρες συνήθως ὡς κόσμημα μᾶλλον ἢ ὡς ἀναγκαῖον ἔνδυμα, πρῶτον παρὰ Σιμωνίδ. 44. 12, Ἡροδ. 3. 139, 140· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν καὶ γέροντες, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 848, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀνταίῳ» 1· χλ. Μιλησία, δηλ. ἐκ λεπτῶν ἐρίων, Πλουτ. Ἀλκ. 23, πρβλ. 2. 583Ε· (ἔνθα ἡ γραφὴ χλαμύδα εἶναι ἡμαρτημ.)· χλανίδα φορεῖν, ὡς σημεῖον ἐκτεθηλυμμένου βίου, Δημ. 958 14, πρβλ. 558. 17· παρθενικοὶ… χλανίσιν μαλακαῖς κατάθρυπτοι Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 2, πρβλ. Μένανδρον ἐν «Ὀργῇ» 1· οὕτω, σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ’ ἕλκων Ἔφιππος ἐν «Πελταστῇ» 1, πρβλ. Ἀναξίλαν ἐν «Λυροποιῷ» 1· ἀντίθετον πρὸς τὸν τρίβωνα τῶν φιλοσόφων, Τέλης παρὰ Στοβ. 575. 26· ἐφορεῖτο καὶ κατὰ ἑορτάς, οὕτω, χλ. γαμική, γαμήλιος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1693· χλ. λευκὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 414· - καὶ ὡς σκέπασμα τοῦ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 5. 173· οὕτως, ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χλανίσκιον Ἀλκίφρων 1. 38. (Περὶτῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν λέξ. χλαῖνα).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. λεπτό και ελαφρύ μάλλινο πανωφόρι για την προφύλαξη από το ψύχοςγέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων», Αριστοφ.)
2. χλαμύδα
3. σκέπασμα για τον ύπνο
4. φρ. «χλανίδα φορεῖν» — λεγόταν για να χαρακτηρίσει εκτεθηλυσμένο τρόπο ζωής (Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαίνα].

Greek Monotonic

χλᾰνίς: -ίδος, ἡ, μάλλινο ένδυμα που φοριέται από πάνω, σάλι, λεπτότερο από τη χλαῖνα, συνηθέστερα φορεμένο από γυναίκες, σε Ηρόδ.· χλανίδα φορεῖν, ως ένδειξη θηλυπρέπειας, σε Δημ.

Middle Liddell

χλᾰνίς, ίδος, ἡ,
an upper-garment of wool, a shawl, finer than the χλαῖνα, mostly worn by women, Hdt.; χλανίδα φορεῖν, as a mark of effeminacy, Dem.

English (Woodhouse)

mantle