ἅμα
English (LSJ)
[ᾰμ], Dor. ἁμᾶ, q.v.: (v. sub fin.): A Adv. at once, at the same time, mostly of Time, freq. added to τε . . καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64; ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417; σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773; σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph.772, cf. 119; ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant.281:—with καί only, ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109; with τε . . τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th.677. 2 ἅ. μέν . . ἅ. δέ . ., partly . . partly . ., Pl.Phd.115d, X HG3.1.3:—ἅ. τε . . καὶ ἅ. Pl. Grg.497a; ἅμ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436. 3 in Prose ἅ. δέ . . καί... ἅ. τε . . καί... ἅ. . . καί . . may often be translated by no sooner . . than . ., ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112; ταῦγά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει 8.5; ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36; ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157. b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242; ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46; ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134, cf. 9.92: prov., ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36. c with part. and finite Verb in same sense, βρίζων ἅ. . . ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch.897; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5; ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd.76c; ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht.143b. 4 ἅ. μέν . . ἔτι δέ . . X.Cyr.1.4.3; ἅ. μέν . . πρὸς δέ . . Hdt.8.51. II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες or πάντες ἅ. Il.1.495, al.; ἅ. ἄμφω h.Cer.15; ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111, etc.: of Place, Arist.Metaph.1028b27. III with σύν or μετά, E.Ion717, Pl.Criti.110a. IV abs. with Verb, at one and the same time, αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17, cf. οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113. B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136,210, al.; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86, al.; ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78, Th.2.94, etc., Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.; ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς during the time of . ., Hdt.2.36; ἅ. τειχισμῷ Th.7.20; ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5 (without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2). 2 generally, together with, ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257; ὀπάσσαι 24.461, al.; Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ 3.458; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated, ἅμ' αὐτῷ . . ἅμ' ἕποντο 11.371; οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138, cf. Th.7.57. II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy.903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9. C Conj., as soon as, ἅ. ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl.Lg.928c, cf. Lex ap.D.46.20; ἅ. κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI2160 (Delph., ii B. C.). (Root sṃ-, cf. A α 11.)
German (Pape)
[Seite 113] (verw. ὁμοῦ, σύν, ξύν, cum, θαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώθησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλθον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεθα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ θωρηχθέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαθός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός θ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁθούνεκ' ἔσοιθ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνθευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῦτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης, προσεβοήθουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποθνήσκοντος τοῦ ἀνθρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσθῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιθ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.