νεάζω

Revision as of 21:52, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

impf.
A ἐνέαζον Agath.5.15: aor. 1 inf. νεάσαι AP11.256 (Lucill.), elsewhere only pres.: (νέος):—intr., to be young or new, τὸ νεάζον youth, S.Tr.144; νεάζων thinking or acting like a youth, E.Ph. 713; ν. τῷ τρόπῳ Men.749: metaph., to be full of youthful spirit, φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν A.Ag.764 (lyr.), cf. Supp. 105 (lyr.); νεάζειν ἀρχόμενος Alciphr.1.28.
2 to be the younger of two, ὁ μὲν νεάζων S.OC374.
3 grow or be young again, APl.c.; ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς Epicur.Ep.3p.59U.
II Pass., to be renewed, στέμμα… ἐκ πατρὸς παιδὶ νεαζόμενον AP15.6.
III = νεάω, Hsch.s.h.v.
IV νεάζομεν· ἀφικνούμεθα, Id.

German (Pape)

[Seite 234] 1) jung, jugendlich sein; οἷα νεάζει πυθμήν, Aesch. Suppl. 98; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις μὲν παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν, Ag. 742; vgl. Soph. Tr. 143; ὁ νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγώς, der jüngere, O. C. 375; μῶν νεάζειν οὐχ ὁρᾷς ἃ χρή σ' ὁρᾶν, Eur. Phoen. 720; sp. D., φρένας νεάζει, Anacr. 37, 6. Bei Hdn. 3, 14, 4 = die Jugend verbringen. – Nach Phot. νεάζομεν auch = νεωστὶ ἥκομεν. – 2) trans., erneuern, neu machen, bes. vom Acker, die Brache umpflügen?

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 être dans l'âge ou dans la force de la jeunesse ; τὸ νέαζον SOPH la jeunesse;
2 être nouveau.
Étymologie: νέος.

Russian (Dvoretsky)

νεάζω: (только praes.)
1 быть молодым, быть в цвете лет и сил: νεάζων Eur. будучи молодым; φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν Aesch. старое насилие обычно порождает новое;
2 быть моложе: ὁ νεάζων Soph. тот, кто помоложе;
3 становиться молодым, молодеть Diog. L., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεάζω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ.· (νέος)· - ἀμεταβ., εἶμαι νέος, τὸ νεάζον, ἡ νεότης, Σοφ. Τρ. 143· νεάζων, σκεπτόμενος καὶ πράττων ὡς νεανίας, Εὐρ. Φοίν. 713· ν. τῷ τρόπῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 190· μεταφορ., εἶμαι πλήρης νεανικῆς ζωηρότητος, φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις παλαιὰ νεάζουσαν ὕβριν Αἰσχύλ. Ἀγ. 764, πρβλ. Ἱκέτ. 104. 2) εἶμαι ὁ νεώτερος τῶν δύο, ὁ μὲν νεάζων Σοφ. Ο. Κ. 374. 3) γίνομαι πάλιν νέος, Ἀνθ. Π. 11. 256· ὅπως γηράσκων νεάζῃ Διογ. Λ. 10. 122, πρβλ Ἀλκίφρ. 1. 28.

Greek Monolingual

νεάζω)
1. είμαι νέος
2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό
3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέος
αρχ.
1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ.)
2. γίνομαι πάλι νέος
3. οργώνω για πρώτη φορά αγρό ή καλλιεργώ χέρσο αγρό
4. (κατά τον Ησύχ.) «νεάζομεν
ἀφικνούμεθα ἢ νεωστι ἥκομεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος. Η σημ. του ρ. «οργώνω για πρώτη φορά αγρό» οφείλεται σε σημασιολογική αλληλεπίδραση με τη λ. νειός].

Greek Monotonic

νεάζω: (νέος), μόνο στον ενεστ.·
1. αμτβ., είμαι νέος ή καινούριος, σε Αισχύλ.· τὸ νεάζον, η νεότητα, σε Σοφ.· νεάζων, αυτός που σκέφτεται ή ενεργεί όπως ένας νεαρός, σε Ευρ.
2. είμαι ο νεότερος μεταξύ δύο· ὁ μὲν νεάζων, σε Σοφ.
3. γίνομαι ξανά νέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

νέος
1. only in pres., intr. to be young or new, Aesch.; τὸ νεάζον youth, Soph.; νεάζων thinking or acting like a youth, Eur.
2. to be the younger of two, ὁ μὲν νεάζων Soph.
3. to grow young, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=φέρομαι σάν νέος). Ἀπό τό νέος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.