διορίζω
English (LSJ)
Ion. διουρίζω, Att. fut.
A -ῐῶ Pl.Lg.860e: fut. Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42; τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55; δίχα δ. Pl.Sph. 267a: metaph., οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7. 2 distinguish, determine, define, τὰ οὐνόματα Hdt.4.45; θεοῖσι . . γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ . . διώρισεν; A.Pr. 440; πτῆσιν οἰωνῶν . . διώρισα, of auguries, ib.489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr.182; γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50; δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg.860e, cf. Cra.391d; δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph.1048a26; define logically, δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top.146b20, cf. EN1103a3 (Pass.), etc.:—Med., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα pronounce clearly, Alex.301. 3 determine, declare, τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν S.OT723: c. inf., determine one to be so and so, καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158: with inf. omitted, οἱ συγγενεῖς μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν S.OT1083:— Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι . . D.18.40; διορισαμένων ὅπως . . Id.56.11; διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol.1323a15: pf. Pass. in med. sense, ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192:—Pass., διώρισται ὁπότερον . . And.4.8; διωρισμένον it being prescribed, Lys.30.4; τὸν νόμον ὡς ἐτέθη καὶ πρὸς οὓς διωρίσθη D.59.93; ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33 (ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about... Hp.Art.9; ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol.1282b20, cf. EN1136a10. 4 draw distinctions, lay down definitions, οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104; τοῦτό μοι . . διόρισον Pl. Grg.488d:—mostly in Med., δ. περί τινος And.3.12, Isoc.3.5, Arist. Ph.200b15; πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg.457c; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach.364. II remove across the frontier, banish, ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg.873e; τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174; τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E.Ion46: generally, carry abroad, στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel.394; δ. πόδα to depart, ib.828. III send out a branch, of the Bosporus, Plb.4.43.7. IV Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat.4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.
Greek (Liddell-Scott)
διορίζω: Ἰων. διουρίζω, μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· ‒ μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. Ι. 3. Σύρω ὅριον μεταξύ, διαιρῶ δι᾿ ὁρίων, ἀποχωρίζω, Ἡρόδ. 4. 42· τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης Διόδ. 1. 55· δίχα δ. Πλάτ. Σοφ. 266Ε. 2) διακρίνω, καθορίζω, ἀποφασίζω, ὁρίζω, τὰ οὐνόματα Ἡρόδ. 4. 45· θεοῖσι... γέρα τίς ἄλλος ἢ ᾿γὼ... διώρισα; Αἰσχύλ. Πρ. 440· πτῆσιν οἰωνῶν... διώρισα, ἐπὶ οἰωνῶν, αὐτόθι 489· σῖτον δ᾿ εἰδέναι δ., κατέστησα αὐτὸν γνωστόν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 181· δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Πλάτ. Νόμ. 860Ε, πρβλ. Κρατ. 391D· δ. περί τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 1· ὁρίζω λογικῶς, δίδω τὸν ὁρισμόν, δ. κατὰ τὰς διαφορὰς ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 8, 4, πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 20, κτλ. ‒ Μέσ., διορίζεσθαι τῷ στόματι τὰ γράμματα, προφέρω καθαρῶς, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 21. 3) ὁρίζω, διακηρύττω, τοιαῦτα φῆμαι μαντικαὶ διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 723· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ἀποφασίζω περί τινος νὰ εἶναι.., Δημ. 505. 19· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οἱ... μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν Σοφ. Ο. Τ. 1083. ‒ Μέσ., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι... Δημ. 239. 19· διορισαμένων ὅπως... ὁ αὐτ. 1286. 11· ‒ παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημ., ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα ὁ αὐτ. 760. 14. ‒ Παθ., διώρισται ὁπότερον Ἀνδοκ. 30. 9· διωρισμένον, ἀφοῦ ἔχει περιγραφῆ, Λυσ. 183. 25· πρὸς οὓς ἐτέθη καὶ διωρίσθη [ὁ νόμος] ὁ αὐτ. 1376. 24· ἀπροσ., διοριεῖται ἡμῖν περί τινος, θὰ δώσωμεν συμβουλάς…, Ἱππ. Ἄρθρ. 786· ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 1. 4) ἀπολ., κάμνω διάκρισιν, δίδω ὁρισμούς, οὐδ᾿ ὁτιοῦν διορίζων Δημ. 551, ἐν τέλ.·‒ συνήθως ἐν τῷ μέσ., διορίζεσθαι περί τινος Ἀνδοκ. 25. 7, Ἰσοκρ. 27C, κτλ.· πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Γοργ. 457C· δίκην διωρίσω, ὥρισας τοὺς ὅρους τῆς δίκης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 364, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 1. ΙΙ. μεταφέρω πέραν τῶν ὁρίων, ἐξορίζω, ἔξω τῶν ὅρων Πλάτ. Νόμ. 873Ε· τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Ἰσοκρ. 77Β· τινὰ ὑπὲρ θυμέλας Εὐρ. Ἴωνι 46· καθόλου, ὁδηγῶ ἔξω, μακράν, εἰς τὰ ξένα, εἰς ἄλλον τόπον, στράτευμα Τροίαν ἔπι ὁ αὐτ. Ἑλ. 394· δ. πόδα, ἀναχωρῶ, αὐτόθι 828. ΙΙΙ. ἀποχωρίζω, περικλείω δι᾿ ὁρίων, Πολύβ. 4. 43, 7. IV. ἐν τῷ παθ., χωρίζομαι, ἀντίθ. συνάπτω, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 2· διωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, αὐτόθι 1.