αἰδοῖος

Revision as of 15:21, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

α, ον, (αἰδώς)

   A having a claim to regard, reverence, or compassion (cf. αἰδώς), in Hom., Hes. only of persons, sts. of gods, θεῶν γένος Hes.Th.44, cf. Op.257, Il.18.394; more freq. of human beings, as kings, Il.4.402, members of family, esp. wife, 21.460, servants, ταμίη Od.1.139, women generally, παρθένος Il.2.514; then of the helpless or those needing protection, guests, Od.9.271, suppliants, 7.165: abs., αἰδοίοισιν ἔδωκα 15.373: Comp. -ότερος καὶ φίλτερος 11.360 (later -έστερος D.P.172):—after Hom. of things, ξείνων αἰ. λιμένες Emp.112.3: Sup. -ότατον, γέρας Pi.P.5.18; but -έστατος . . χρυσός O.3.42, cf. Alcm.74A. Adv. -ως, ἀπέπεμπον, of a guest, Od. 19.243.    II Act., bashful, shamefaced, κακὸς δ' αἰ. ἀλήτης Od.17.578.    2 showing reverence or compassion, πνεῦμα A.Supp.28 (anap.); Ζεὺς Αἰ. the god of mercy, ib.192.    3 claiming compassion, λόγοι ib.455.—Poet.: used by Pl. in quotations.

Greek (Liddell-Scott)

αἰδοῖος: -α, -ον, (αἴδομαι), ὁ θεωρούμενος μετὰ φόβου καὶ σεβασμοῦ, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνοπρεπής, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ὡς τῶν ἀνωτέρων ἢ πρεσβυτέρων, ἢ προσώπων διατελούντων ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, ἰδίως ἐπὶ τῆς συζύγου ἢ τῆς οἰκοδεσποίνης· ἀκολούθως καθόλου ἐπὶ γυναικῶν, ἀξία σεβασμοῦ καὶ συμπαθείας, τρυφερά, παρθένος αἰδοίη, Ἰλ. Β. 514, σπαν. ἐπὶ τῶν θεῶν, Σ. 394, 425, Ἡσ. Θ. 44, ἐπὶ ξένων καὶ ἱκετῶν, συχνάκις συναπτόμενον μετὰ τοῦ φίλος καὶ δεινὸς παρ’ Ὁμ.: - ὡσαύτως αἰδοῖος, ἀπολ. ἀντὶ ἱκέτης, Ὀδ. Ο. 373, ἔνθα ἴδε Σχόλ. 2) μετέπειτα καὶ ἐπὶ πραγμάτων, = ἄξιον σεβασμοῦ καὶ ὑπολήψεως· γέρας, Πινδ. Π. 5, 22· αἰδοιέστατος κτεάνων χρυσός, ὁ αὐτ. Ο. 3. 76. ΙΙ. ἐνεργ. αἰδήμων, αἰσχυντηλός, Ὀδ. Ρ. 578, Πλάτ. Νόμ. 943Ε: - Ἐπίρρ. -ως, μετὰ σεβασμοῦ, Ὀδ. Τ. 243. 2) ἐπὶ πραγμάτων: πλήρης σεβασμοῦ, δεικνύων σεβασμόν· χάρις, Πινδ. Ο. 7. 164· αἰδ. πνεῦμα, λόγοι, διάθεσις, λόγοι σεβασμὸν ἐνέχοντες, Αἰσχύλ. Ἱκ. 29. 455. ΙΙΙ. συγκρ. αἰδοιότερος, Ὀδ. Λ. 360. -έστερος, Διον. Π. 172: - ὑπερθ. αἰδοιέστατος, Πινδ. Ο. 3. 76. - Λέξις ποιητική, διότι τὰ ὀλίγα χωρία, ἐν οἷς ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται αὐτήν, εἶναι εἰλημμένα ἐκ ποιητῶν.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 vénérable, digne de respect;
2 honteux;
II. respectueux, déférent.
Étymologie: αἰδώς.

English (Autenrieth)

(αἰδώς): (1) modest, bashful, Od. 17.578.—(2) honored, respected, of those who by their relationship, position, or circumstances have a claim to deference or merciful treatment, as the gods, kings, suppliants, mendicants, and the ‘housekeeper’ (ταμίη).—As subst. neut. pl. αἰδοῖα, ‘the parts of shame,’ ‘privy parts,’ Il. 13.568†.—Adv., αἰδοίως ἀπέπεμπον, ‘with due honor,’ ‘fitting escort,’ Od. 19.243.