γένος

Revision as of 14:09, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

εος or ους, τό,

   A race, stock, kin, ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354; αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583; ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένεος βασιλεύτερον 15.533; γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209; γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62; ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ 6.35: freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544,896, S.Ph.239, etc.; in Att. freq. with the Art., ποδαπὸς τὸ γένος εἶ ; Ar.Pax186, cf. Pl.Sph.216a: so in dat., γένει πολῖται D.23.24; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT1430; οἱ ἔξω γένους Id.Ant.660; οὐδὲν ἐν γένει Id.OT1016; γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1; γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, ἄναγνος καὶ γένους τοῦ Λαΐου S.OT1383, cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp.388.    2 direct descent, opp. collateral relationship, γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol.1285a16, 1313a10.    II offspring, even of a single descendant, σὸν γ. Il.19.124, 21.186; ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180; ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th.654; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant.1117 (lyr.); Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj.784.    2 collectively, offspring, posterity, ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126; ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71.    III generally, race, of beings, θεῶν Ar.Th.960; ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant.342; ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9.    b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21; ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat.gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.    c tribe, as a subdivision of ἔθνος, Hdt. 1.56,101.    d caste, Id.2.164.    e of animals, breed, Id.4.29.    2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op.109: hence, age, time of life, γένει ὕστερος Il.3.215, cf. Arist.Rh.1408a27.    IV sex, Epich.172.1, Pl.Smp.189d; gender, Arist.Rh.1407b7, Diog.Bab.Stoic.3.214, etc.    V class, sort, kind, τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1; τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R.501e; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti.17c, cf. R. 434b, Arist.Pol.1329a27; τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4; τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol. Com.1.1, etc.    2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm.129c, al., Arist.Top.102a31, 102b12, al.; τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph.1059b36.    3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.    b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA487b17, 488a4; τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3; τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69, al.    c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops, ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43, al. (ii B. C.); οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15 (ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.).    4 τὰ γ. the elements, Pl.Ti.54b. (Cf. Skt. jánas, gen. jánasas; Lat. genus, -eris, v. γίγνομαι.)

German (Pape)

[Seite 483] (genus), τό, 1) Geschlecht, Stamm, bes. edles Geschlecht; Hom. Iliad. 6, 209 μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν, οἳ μέγ' ἄριστοι ἔν τ' Ἐφύρῃ ἐγένοντο καὶ ἐν Λυκίῃ εὐρείῃ; Odyss. 8, 583 ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν, Homerisch, αἷμα und γένος stehn παραλλήλως; Iliad. 13, 354 ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ' ἴα πάτρη, γένος und πάτρη stehn παραλλήλως; Odyss. 15, 533 ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένος (v. l. γένευς) βασιλεύτερον ἄλλο ἐν δήμῳ Ἰθάκης; 17, 523 Κρήτῃ ναιετάων, ὅθι Μίνωος γένος ἐστίν; 6, 35 ἤδη γάρ σε μνῶνται ἀριστῆες κατὰ δῆμον πάντων Φαιήκων, ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ; 14, 199 sqq. ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔ. χομαι εὐρειάων, ἀνέρος ἀφνειοῖο πάις· πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι υἱέες ἐν μεγάρῳ ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο γνήσιοι ἐξ ἀλόχου· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα Κάστωρ Ὑλακίδης, τοῦ ἐγὼ γένος (var. lect. πάις, Scholl.) εὔχομαι εἶναι, accusat. γένος, in Bezug auf das Geschlecht; Iliad. 21, 186 φῆσθα σὺ μὲν ποταμοῦ γένος ἔμμεναι εὐρυρέοντος, αὐτὰρ ἐγὼ γενεὴν μεγάλου Διὸς εὔχομαι εἶναι: γένος offenbar ganz gleichbedeutend mit γενεά; Odyss. 21, 335 πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός; Iliad. 5, 896 ἐκ γὰρ ἐμεῦ γένος ἐσσί, ἐμοὶ δέ σε γείνα το μήτηρ, beide Sätze παραλλήλως; Odyss. 15, 267 ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς. – Sp. Ep. gradezu = Vaterland, Call. Iov. 5; Dion. Per. 213; γένος μέν εἰμι τῆς περιῤῥύτου.Σκύρου Soph. Phil. 239; τὸ γένος ἐξ Ἐλέας Plat. Soph. 216 a; τὸ γένος ἀπ' ἐκείνων Thuc. 1, 126; οἱ γένει πολῖται, der Geburt nach, entggstzt ποιητοί, Dem. 23, 24, wie υἱός 44, 2. Uebh. die ganze Verwandtschaft, οἱ ἐν γένει Soph. O. R. 1430 u. öfter; vgl. Eur. Alc. 903; οἱ ἔξω γένους Soph. Ant. 656; ἐγγύτατα γένους εἶναι, sehr nahe verwandt sein, Aesch. Suppl. 388; γένει ἐγγυτάτω εἶναί τινι Dem. 43, 3. 44, 15; ἐγγὺς τοῦ γένους εἶναι, ein Verwandter sein, Xen. Hell. 4, 2, 9; γένει προσήκειν τινί An. 1, 6, 1. In att. Gerichtssprache = die Descendenten, οἱ συγγενεῖς = die Collateralen, s. Schömann zu Is. 458. In Athen: eine Abtheilung von Bürgern (30 γένη machen eine Phratrie aus), ohne daß sie verwandt zu sein brauchten. – 2) Sprößling, Nachkomme, Il. 19, 124 ἤδη ἀνὴρ γέγον' ἐσθλός, ὃς Ἀργείοισιν ἀνάξει, Εὐρυσθεὺς Σθενέλοιο πάις Περσηιάδαο, σὸν γένος· οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν; 6, 180 von der Chimära ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γένος, οὐδ' ἀνθρώπων; von der Artemis 9, 538 ἡ δὲ χολωσαμένη, δῖον γένος, ἰοχέαιρα ὦρσεν ἔπι χλούνην σῦν; Odyss. 16, 401 οὐκ ἂν ἔγωγε κατακτείνειν ἐθέλοιμι Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν; manche Stellen zweideutig, indem sich γένος auch eben so gut als accus. der näheren Bestimmung auffassen läßt, »in Bezug auf das Geschlecht«; s. z. B. Odyss. 4, 62 sq. οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων, ἀλλ' ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων. – Oefter bei Pind. u. Tragg.; seltner in Prosa, Her. 3, 159; Thuc. 1, 126; αὐτὸν καὶ γένος καὶ οἰκίαν Dem. 19, 71; D. Hal. 3, 47. – 3) Von Her. an Volksstamm, Volk; τὸ Δωρικὸν γένος 1, 56; bes. von adligen Geschlechtern, 1, 101. 2, 164; übh. Adel des Geschlechts, καὶ πλοῦτος καὶ κάλλος Plat. Gorg. 523 c; Legg. IV, 711 e; οἱ ἀπὸ γένους, Leute von Familie, Plut. Rom. 21 Cat. mai. 1. – 4) Geschlecht, als Inbegriff einer Menge, γένος ἀνδρῶν, ἀνθρώπων; Hom. Iliad. 12, 23 ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν; von Thieren, Odyss. 20, 212 οὐδέ κεν ἄλλως ἀνδρί γ' ὑποσταχύοιτο βοῶν γενος εὐρυμετώπων; Iliad. 2, 852 ἐξ Ἐνετῶν, ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων. – Hesiod. vom Stahl, Theog. 161 αἶψα δὲ ποιήσασα γένος πολιοῦ ἀδάμαντος τεῦξε μέγα δρέπανον. – Tragg.; θεῶν γένος Soph. Ai. 392; τὸ μαντικόν, = μάντεις, Ant. 1042; von Thieren, ἱππεῖον 341; φιλόσοφον, χρηματιστικόν, Plat. Rep. VI, 501 e IV, 434 c u. öfter; τῶν γεωργῶν, der Stand, Tim. 17 c. – In Beziehung auf die Zeit, ἀνδρῶν γένος, Menschenalter; wie γενεά; Hom. Odyss. 3, 245 τρὶς γὰρ δή μίν φασιν ἀνάξασθαι γένε' ἀνδρῶν, die einzige Homerische Stelle, in welcher der plur. von γένος erscheint; – Hesiod. Op. 109 χρύσεον γένος ἀνθρώπων, 127 γένος ἀργύρεον, 143 γένος ἀνθρώπων χάλκειον, 159 ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται ἡμίθεοι προτέρῃ γενεῇ, 176 γένος σιδήρεον; – Hom. Iliad. 3, 215 γένει ὕστερος, jünger. – 5) Geschlecht, als Naturun ter schi ed, sexus, Plat. Conv. 189 d u. öfter; vom Geschlecht der Wörter, Gramm. – 6) Gattung, im Ggstz der εἴδη, genus – species; Plat. Parm. 129 c, u. öfter bei Philosophen; γένει μέν ἐστι πᾶν ἕν, τὰ δὲ μέρη Plat. Phil. 12 e; dah. auch die Elemente so heißen, Tim. 55 b ff.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
A. naissance, d’où
1 temps de la naissance : γένει ὕστερος IL le dernier par la naissance, le plus jeune;
2 en gén. origine, descendance : ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος IL tous deux ont la même origine ; γένος εἶναι ἔκ τινος ou τινός IL descendre de qqn ; ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί OD, γένος μέν εἰμι τῆς Σκύρου SOPH je suis originaire d’Ithaque, de Skyros;
B. tout être créé, toute réunion d’êtres créés :
I. race, genre, espèce : θεῶν γένος SOPH la race des dieux, les dieux ; ἡμιθέων γένος ἀνδρῶν IL la race des hommes demi-dieux, les hommes demi-dieux ; γένος βοῶν OD la race des bœufs ; γένος ἱππεῖον SOPH la race des chevaux;
II. particul. en parl. d’hommes race, famille, parenté :
1 en parl. de la famille propr. dite : αἶμά τε καὶ γένος OD le sang et la race ; γένους φανῆναί τινος SOPH se montrer de la famille de qqn ; γένει προσήκειν τινί XÉN être apparenté à qqn ; οἱ ἐν γένει = συγγενεῖς SOPH les parents ; ἐγγύτατα γένους ESCHL à un degré de parenté très proche ; abs. en parl. de familles nobles (lat. gens) : ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτή OD là où toi aussi tu as une famille de noble race ; οἱ ἀπὸ γένους PLUT les gens de familles nobles, les gens de race ; -- spécial. en parl. des parents immédiats ou des ancêtres : οὐ γὰρ σφῷν γένος ἀπόλωλε τοκήων OD car tous deux vous êtes de familles dont le renom subsiste encore ; γένος πατέρων αἰσχυνέμεν IL déshonorer la race de ses pères ; -- en parl. des enfants immédiats ou des descendants d’un seul descendant : σὸν γένος IL ton rejeton, ton enfant ; θεῖον γένος IL ou δῖον γένος IL rejeton des dieux ; -- collectiv. des enfants : γένους ἐπάρκεσις SOPH l’appui que le père a droit d’exiger de ses enfants ; -- ou des descendants, de la postérité : ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ’ ἐκείνων THC eux et leurs descendants;
2 p. anal. en parl. d’associations religieuses, civiles, politiques, etc. particul. à Athènes phratrie (v. γεννήτης) ; en parl. de professions, classe, corporation τὸ μαντικὸν γένος SOPH la classe des devins;
3 avec idée de nationalité famille de peuples, race, nation, peuple, tribu : τὸ Δωρικὸν γένος HDT la race dorienne;
C. avec idée de durée génération, âge ; ἀνδρῶν γένος OD génération d’hommes;
D. avec idée de sexe sexe ; p. anal. t. de gramm. : genre.
Étymologie: R. Γεν, engendrer, d’où naître ; cf. lat. genus.

English (Autenrieth)

εος (root γα): family, race, extraction; ἡμιθέων, ἀνδρῶν, βοῶν γένος, and of the individual, ‘scion,’ ἀνὴρ... σὸν γένος, Il. 19.124, etc.; γένει ὕστερος, ‘birth,’ ‘age,’ Il. 3.215 ; γένεα, ‘generations,’ Od. 3.245.