θαρσέω
English (LSJ)
Att. θαρρέω (cf. pr. n.
A Θαρρίας IG12.847), Aeol. part. θέρσεισα (v.l. θαρσ-) Theoc.28.3: (θάρσος):—to be of good courage, τεθαρσήκασι λαοί Il.9.420, etc.; ἄνευ νοῦ, σὺν νῷ, Pl.Men.88b; in bad sense, to be over-bold, ὕβρει θ. Th.2.65: μάτην θ. Pl.Tht.189d:— Constr.: 1 abs., Il.l.c., etc.; θάρσει fear not! 4.184, A.Supp.732, etc.; θαρσεῖτε ib.600,910; θάρσει, θυμέ Sopat.14; θάρρει Ar.Pl.328, al.:—in Epitaphs, θάρσει . . οὐδεὶς ἀθάνατος CIG5200b (Ptolemais), etc.: part. in an adverb. sense, θαρσήσας μάλα εἰπέ with good courage, Il.1.85, cf. A.Ch.666; κόμπασον θαρσῶν Id.Ag.1671, cf. Pr.916, S.OC 491; θαρσέοντες πλούτου πέρι ἐρίζετε Hdt.5.49; πῖθι θαρρῶν Alex. 232; λέγε τοίνυν θαρρῶν Pl.Phdr.243e; θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο X.Ages.11.2; τὸ τεθαρρηκός confidence, Plu.Fab.26; τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως Id.Cat.Mi.44: in aor., pluck up courage, καὶ τότε δὴ θάρσησε Il.1.92. 2 c.acc., θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον fear not about this contest, Od.8.197; later, feelconfidence against, have no fear of, πάντα Hdt.7.50; θ. γέροντος χεῖρα E.Andr.993, cf. S.OC649; θάνατον Pl.Phd.88b; τὸ τοιοῦτον σῶμα . . οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν . . Id.Phdr.239d; θ. τὸ ἀποκρίνασθαι Id.Euthd.275c; οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔτε οὗτοι Φίλιππον D.3.7; χωρίον Philostr.Her.1.3: c.acc. cogn., ἠλίθιον θάρρος θ. Pl.Phd.95c; αἰσχρὰ θάρρη θ. Id.Prt.360b; ταὐτά τισι θ. καὶ φοβεῖσθαι X.HG2.4.9; venture, θ. τὰς μάχας Id.An.3.2.20:—Pass., to be risked, Philostr.Im.1.17. b c. acc. pers., also, to have confidence in, τινα X.Cyr.5.5.42, D.C.51.11. c θ. τινί τι entrust to... Marin.Procl. 9. 3 c. dat., have confidence in, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Hdt.3.76; ἑαυτῷ Plu.2.69c (s.v.l.); τοῖς χρήμασι PGoodsp.Cair.15.19 (iv A.D.). 4 with Preps., θ. περί . . to be confident about... S.Aj. 793, Pl.R.574b; ὑπὲρ ἑαυτῶν ib.566b; διά τι Isoc.3.55; ἐπί τινι Id.6.60; πρός τι Pl.Prt.350b; πρὸς ἐμαυτόν in myself, Ar.Ec.1060. 5 c. inf., believe confidently that . ., S.Ant.668; also θ. ὅτι . . Th.1.81, etc.; θ. τὸ ἐξελέγξειν D.19.3. b c. inf., make bold, venture,X.Cyr. 8.8.6, Plu.Per.22, Ant.Lib.19.2. II trans., inspire with confidence, [λόγοι] οἵ με θαρσοῖεν J.AJ19.1.9.
German (Pape)
[Seite 1187] ion. u. altatt., von Plat. an θαῤῥέω, gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ τότε δὴ θάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τεθαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig θάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ θάρσει τόνδε γ' ἄεθλον, wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie θάρσει τὸ τοῦδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; θάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ θαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; ὑπέρ τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον θάῤῥος θαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; πρός τι, Prot. 350 b. Ggstz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῦτον σῶμα οἱ ἐχθροὶ θαῤῥοῦσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προσήκει θάνατον θαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας θαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ πιστεύω Dem. 19, 3; geradezu trauen, οὔτε Φίλιππος ἐθάῤῥει τούτους, οὔτε οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεθαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀθροίζεσθαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐθάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε τοίνυν θαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεθαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.
Greek (Liddell-Scott)
θαρσέω: παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρέω, μέλλ. -ήσω (θάρσος)· εἶμαι πλήρης θάρρους, λαμβάνω θάρρος, Ἰλ. Α. 92, κτλ.· - ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. θράσος), εἶμαι ὑπὲρ τὸ δέον θαρραλέος, εἶμαι θρασύς, ὕβρει θ. Θουκ. 2. 65· ἄνευ νοῦ, μάτην θ. Πλάτ. Μένωνι 88Β, Θεαιτ. 189D. - Σύνταξ.: 1) ἀπολ., συχνάκις παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ., θάρσει, ἔχε θάρρος, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 732, κτλ.· θαρσεῖτε αὐτόθι 792, πρβλ. εὐθαρσέω· θάρρει Ἀριστοφ. Πλ. 328, κ. ἀλλ.· συχνάκις κατὰ μετοχ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, θαρσήσας μάλα εἶπε, μετὰ πολλοῦ θάρρους, Ἰλ. Α. 85, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 666· κόμπασον θαρσῶν ὁ αὐτ. Ἀγ. 1671, πρβλ. Πρ. 916, Σοφ. Ο. Κ. 491· θαρσέοντες ἐρίζετε Ἡρόδ. 5. 49· πῖθι θαρρῶν Ἄλεξ. Τοκ. 3· λέγε τοίνυν θαρρῶν Πλάτ. Φαίδρ. 243Ε· θαρρῶν πλείονα ἔθυεν ἢ ὀκνῶν ηὔχετο Ξεν. Ἀγησ. 11, 2· - καὶ τὸ τεθαρρηκός, θάρρος, πεποίθησις, Πλούτ. Φαβ. 16· τὸ θαρροῦν τῆς ὄψεως ὁ αὐτ. Κάτ. Νεωτ. 44. 2) μετ’ αἰτ., θάρσει τόνδε γ’ ἄεθλον, ἀνάλαβε μετὰ θάρρους, μὴ φοβοῦ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, Ὀδ. Θ. 197· βραδύτερον, αἰσθάνομαι θάρρος ἀπέναντί τινος, περιφρονῶ, δὲν φοβοῦμαί τι, ἀντίθ. δέδοικα, πάντα Ἡρόδ. 7. 50· θ. γέροντος χεῖρα Εὐρ. Ἀνδρ. 993, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 649· θάνατον Πλάτ. Φαίδ. 88Β· τὸ τοιοῦτον σῶμα … οἱ μὲν ἐχθροὶ θαρροῦσιν… ὁ αὐτ. Φαίδρ. 239D· θ. τὸ ἀποκρίνεσθαι ὁ αὐτ. Εὐθυδ. 275C· οὔτε Φίλιππος ἐθάρρει τούτους οὔτε οὖτοι Φίλιππον Δημ. 30. 16· θ. μάχην, ἀποτολμῶ νὰ ἔλθω εἰς μ., δὲν φοβοῦμαι τὴν μ., Ξεν. Ἀν. 3. 2, 20 (πρβλ. Ἑλλ. 2. 4, 9)· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., θ. θάρρος Πλάτ. Φαίδ. 95C· αἰσχρὰ θάρρη θ. ὁ αὐτ. Πρωτ. 360Β· - ἐν ἐπιτυμβίοις ἐπιγραφ., θάρσει.., οὐδεὶς ἀθάνατος Συλλ. Ἐπιγρ. 4463, 5200b, κ. ἀλλ. β) μετ’ αἰτ. προσ., ὡσαύτως, ἔχω πεποίθησιν ἢ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα, τινα Ξεν. Κύρ. 5. 5, 42, Δημ. 30. 15, Δίων Κ. 51. 11. - Παθ., εἶμαι ἄξιος ἐμπιστοσύνης, Φιλόστρ. 788. 3) θαρσεῖν τινι, ἔχω πεποίθησιν εἴς τινα ἢ εἴς τι, Ἡρόδ. 3. 76. 4) μετὰ προθ., θ. περὶ ἢ ὑπέρ τινος, ἔχω πεποίθησιν περί τινος, Σοφ. Αἴ. 793, Πλάτ. Πολ. 574Β, 566Β· διά τι Ἰσοκρ. 38C· ἐπί τινι αὐτόθι 128D· πρός τι Πλάτ. Πρωτ. 350Β, Πολ. 574Β· πρὸς ἐμαυτόν, εἰς τὸν ἑαυτόν μου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1060· οὕτως, ἐφ’ ἑαυτῷ Πλούτ. 2. 69C. 5) μετ’ ἀπαρ., πιστεύω ἐν πεποιθήσει ὅτι... Σοφ. Ἀντ. 668· καί, θ. ὅτι.., Θουκ. 1. 81, κτλ.· θ. τὸ ἐξελέγξειν Δημ. 342. 5· ἀλλ’ ὡσαύτως, λαμβάνω θάρρος, τολμῶ νὰ πράξω τι, Ξεν. Κυρ. 8. 8, 6, Πλούτ. Περικλ. 22.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρρέω.
English (Autenrieth)
(θάρσος), aor. θάρσησε, perf. τεθαρσήκᾶσι: be bold, confident, full of courage, aor., take courage, Il. 1.92, Od. 3.76; w. acc. of specification, Od. 8.197.