τεκνόω

Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

   A furnish or stock with children, τ. πόλιν παισί E.HF7:— Pass., to be furnished with children, i.e. to have them, ἐξ οὗ 'τεκνώθη Λάϊος Id.Ph.868; ἀπελευθέρας ἀστοῦ τετεκνωμένης ἐξ Αἰγυπτίου PGnom.134 (ii A.D.).    II engender, procreate children; in Act., commonly of the man, beget them, Hes.Fr.138, E.Ph.19, Hel.1146 (lyr.); νύμφης from a bride, Id.Med.805, cf. Stud.Ital.2.382 (Itanus): metaph., Ὀρφεὺς χέλυν ἐτέκνωσε Tim.Pers.235 (for τεκνοῦσα in S.Tr.308, v. τεκνοῦς):—Med., of the female, bear children, ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν Arist.HA585a34: metaph., ὄλβος τεκνοῦται it has offspring, A.Ag.754; μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε S.OC618; χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ' ὀνείρων E.IT1262 (lyr.):—but Med. is used of the man in Id.Med.574, BCH1.599 (Delph., iv B.C.), Orph.H.29.7; of both parents, E.Supp.1087; and Act. of both parents, Arist.GA715b10, al.; τεκνώσασα μετ' αὐτοῦ CIG4179 (Pontus); ἡ τεκνώσασα Sor.1.87:— Pass., to be born, Pi.I.1.17: metaph., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος A.Th.657; νόμοι . . δι' αἰθέρα τεκνωθέντες S.OT867 (lyr.); γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, i.e. a marriage where husband and son are one, ib.1215 (lyr.); αὐτὴ δὲ τεκοῦσ' ὑπὸ τῆσδε τεκνοῦται Theodect.4.2 (hex.).    III in Pass. also, to be adopted, D.S.4.67.

German (Pape)

[Seite 1083] 1) mit Kindern versehen, πόλιν παισίν, Eur. Herc. Fur. 7; pass. mit Kindern versehen werden, Kinder bekommen, Pors. Eur. Phoen. 882; ὡς ἐκ Ποσειδῶνος τεκνωθείη, Plut. Thes. 3. – 2) Kinder hervorbringen, zeugen, gebären; Hes. frg. 43, 6; ἐτέκνωθεν κράτιστοι, Pind. I. 1, 17; vom Manne gew. im act., πτανός σε ἐτέκνωσε πατήρ, Eur. Hel. 1160; von der Frau im med.; Eur. Med. 574 braucht auch das med. vom Manne; vgl. Plut. Agis 11; Soph. sagt vom Oedipus γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, O. R. 1215; auch πάτρα με τεκνοῖ; Jac. A. P. p. 237; übertr., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος, Aesch. Spt. 639; vgl. auch Ag. 754 γέρων λόγος τέτυκται, μέγαν τελεσθέντα φωτὸς ὄλβον τεκνοῦσθαι; Souk. νόμοι οὐρανίαν δι' αἰθέρα τεκνωθέντες, O. R. 867; μυρίας ὁ μυρίος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε, O. C. 624; – τεκνοῦσα ist Souk. Trach. 308 s. L, für τεκνοῦσσα, s. τεκνοῦς. – 3) an Kindesstatt annehmen, adoptiren, D. Sic. 4, 67 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνόω: μέλλ. -ώσω, παρέχω τέκνα, ἐφοδιάζω τινὰ μὲ τέκνα, τ. τὴν πόλιν παισὶ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. ― Παθ., γίνομαι τέκνου πατήρ, κτῶμαι τέκνον, ἐξ οὗ ᾿τεκνώθη Λάϊος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 868 (ἴδε Πόρσ. 882). ΙΙ. γεννῶ, παράγω τέκνα, τεκνοποιῶ, συνήθως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, σπείρω ἢ ἀποκτῶ τέκνα, Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 6, Εὐρ. Φοίν. 19, Ἑλ. 1146· νύμφης, ἐκ νύμφης, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 805· (τὸ θηλ. τεκνοῦσα ὅπερ εὕρηται ἐν Ἀντιγράφοις τοῦ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 308, εἶναι ἁμάρτημα, ἀντὶ τεκνοῦσσα). ― Μέσ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, τίκτω τέκνα, ἀρχὴ ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι καὶ τοῖς ἄρρεσι τοῦ τεκνοῦν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 5, 2· μεταφορ., ὄλβος τεκνοῦται, ἔχει τέκνα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 754· μυρίας ὁ μύριος χρόνος τεκνοῦται νύκτας ἡμέρας τε Σοφ. Ο. Κ. 618· χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ’ ὀνείρων Εὐρ. Ι. Τ. 1262, πρβλ. Ἱκέτ. 1087. - ἀλλὰ τὸ μέσον εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Μηδ. 574, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 7· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 5· καὶ τὸ ἐνεργ. ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 30., 4. 3, 1· ἐπὶ τῆς γυναικός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 10· τεκνώσασα μετ’ αὐτοῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 4179. - Παθητ., τίκτομαι, γεννῶμαι, Πινδ. Ι. 1. 25, Εὐρ. Φοίν. 863· μεταφορ., μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 657· νόμοι... δι’ αἰθέρα τεκνωθέντες Σοφ. Ο. Τ. 867· ὁ αὐτὸς ἐν τῷ αὐτῷ δράματι 1215, ἔχει τὴν τολμηρὰν ἔκφρασιν, γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, δηλ. γάμον, καθ’ ὅν ἀνὴρ καὶ υἱὸς εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπον· αὐτὴ δὲ τεκοῦσ’ ὑπὸ τῆσδε τεκνοῦται Θεοδέκτ. παρ’ Ἀθην. 452Α. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, υἱοθετοῦμαι, Διόδ. 4. 67.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. τεκνώσω, ao. ἐτέκνωσα;
Pass. ao. ἐτεκνώθην;
engendrer, procréer ; γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον SOPH mariage où le père est en même temps le fils ; fig. au Pass. être enfanté, être produit;
Moy. τεκνόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: τέκνον.

English (Slater)

τεκνόω
   1 beget pass. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι (I. 1.17)