Παλαμήδης

English (LSJ)

ὁ, voc. Παλάμηδες Ar.Ra.1451; gen. Παλαμήδους E.Or.433, etc.; dat. Παλαμήδει Pl.Ap.41b, Παλαμήδεϊ Q.S.5.198; acc. Παλαμήδη Pl.Ep.311b, Παλαμήδεα E.IA198 (lyr.); but some forms occur of 1 decl., dat. ῃ Hsch. s.v. ἄκεστρον; acc. Παλαμήδην Pl.Phdr.261d: (παλάμη):—Palamedes, i.e. the Inventor, Ar.Th.770, Ra.1451, Paus.2.20.3:—hence Adj. Πᾰλᾰμήδειος, Παλαμηδεία, Παλαμήδειον, Palamedean, worthy of Palamedes, ingenious, βούλευμα Alciphr.3.4; ἀβάκιον EM666.21; also Παλαμηδικός, Παλαμηδική, Παλαμηδικόν, Παλαμηδικὸν τοὐξεύρημα Eup.351.6.

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
Palamède, fils de Nauplios, célèbre pour son esprit inventif ; p. ext. tout homme ingénieux, d'esprit inventif.
Étymologie: παλάμη.

Russian (Dvoretsky)

Πᾰλᾰμήδης: ους ὁ (acc. Παλαμήδην и Παλαμήδη) Паламед, «Изобретатель», «Искусник» (сын эвбейского царя Навплия, по наущению Одиссея побитый камнями у стен Трои; славился как замечательный мастер и гениальный изобретатель) Plat., Xen., Eur. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Παλαμήδης: ὁ, γενικ. -ους, Εὐρ. Ὀρ. 433, Πλάτ., κλ.: δοτ. -ει ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 42Β, -εϊ Κόϊντ. Σμ. 5. 198· αἰτ. -η Πλάτ. Ἐπιστ. 311Α· -εα Εὐρ. Ι. Α. 198· ἀλλ’ ἀπαντῶσι τύποι τινὲς κατὰ τὴν πρώτην κλίσιν, δοτ. -ῃ Ἀμμών. (ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 426), αἰτ. -ην Πλάτ. Φαῖδρ. 261D· (παλάμη) - ὄνομα ἥρωος μὴ μνημονευομένου ὑπὸ τοῦ Ὁμ., κυρίωςἐφευρετής, περὶ οὗ ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 379, Ἀριστοφ. Θεσμ. 770, Βάτρ. 1451, Παυσ. 2. 20, 3, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 432· - ἐντεῦθεν τὸ ἐπίθετον: Παλαμηδικόν γε.. τοὐξεύρημα, δηλ. σοφὸν καὶ εὐμήχανον, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 2. - Δράματα φέροντα τὸ ὄνομα τοῦ Παλαμήδους ἔγραψαν καὶ οἱ τρεῖς Τραγικοί. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 240.

English (Slater)

Παλαμήδης son of Nauplios, killed at Troy. test., Ael. Aristid., 2. 339 Dind., καίτοι τίς οὐκ ἂν φήσειεν οὑτωσὶ πολλὴν εἶναι τὴν ἀλογίαν, ὄντα μὲν αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος, εἶθ' ἡττηθῆναι ὑπὸ τοῦ χείρονος; fr. 260.

Greek Monolingual

Παλαμήδης, ὁ (Α)
περιώνυμος ήρωας του τρωικού κύκλου, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακος και του Ναυσιμέδοντος, τον οποίο θεωρούσαν πολύ ευφυή και στον οποίο αποδιδόταν η ταξινόμηση τών γραμμάτων στο αλφάβητο και η συμπλήρωσή τους με το ύψιλον, η εφεύρεση τών αριθμών, τών μέτρων και του νομίσματος, η διαίρεση του έτους σε μήνες, ημέρες και ώρες, καθώς και η επινόηση της πολεμικής τακτικής και του παιχνιδιού τών πεσσών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < παλάμη «επινόημα»].

Greek Monotonic

Παλαμήδης: ὁ, γεν. -ους, δοτ. -ει, αιτ. -εα ή -ην (παλάμη) όνομα ήρωα, Εφευρέτης, Επινοητής, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

Παλαμήδης, ου, ὁ, παλάμη
name of a hero, the Inventor, Ar., etc.

Wikipedia EN

Palamedes (Ancient Greek: Παλαμήδης) was a Euboean prince, son of King Nauplius in Greek mythology. He joined the rest of the Greeks in the expedition against Troy. He was associated with the invention of dice, numbers, and letters.

Palamedes's mother was either Clymene (daughter of King Catreus of Crete), Hesione, or Philyra. He was the brother of Oeax and Nausimedon.

Although he is a major character in some accounts of the Trojan War, Palamedes is not mentioned in Homer's Iliad.

After Paris took Helen to Troy, Agamemnon sent Palamedes to Ithaca to retrieve Odysseus, who had promised to defend the marriage of Helen and Menelaus. Odysseus did not want to honor his oath, so he plowed his fields with a donkey and an ox both hitched to the same plow, so the beasts of different sizes caused the plow to pull chaotically. Palamedes guessed what was happening and put Odysseus' son, Telemachus, in front of the plow. Odysseus stopped working and revealed his sanity.

The ancient sources give different accounts of how Palamedes met his death. By Hyginus's account, Odysseus never forgave Palamedes for ruining his attempt to stay out of the Trojan War. When Palamedes advised the Greeks to return home, Odysseus hid gold in his tent and wrote a fake letter purportedly from Priam. Thus Palamedes was accused of treason and stoned to death by the Greeks. In Pausanias's version, Palamedes was drowned by Odysseus and Diomedes during a fishing expedition. Still another version by Dictys Cretensis relates that he was lured into a well in search of treasure, and then was crushed by stones.