ἐφευρετής
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ἐφευρετοῦ, ὁ, inventor, contriver, Anacreont.36.3; κακῶν Ep.Rom. 1.30:—fem. ἐφευρέτρια, Sch.Opp.H.1.354.
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, der dazu Erfindende, Erfinder, χορείας, Bacchus, Anacr. 36, 3; μηχανικὸς καὶ ἐφ. Schol. Ar. Ran. 1499; N.T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
inventeur.
Étymologie: ἐφευρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφευρετής: οῦ ὁ изобретатель (χορείας Anacr.; κακῶν NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφευρετής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀνακαλύπτων, ὁ μηχανώμενος, Ἀνακρέοντ. 41· κακῶν Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 30, Ἐκκλ.· - ἐφευρετικός, ή, όν, ὁ ἐφευρίσκων ἤτοι ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα εἰς τὸ ἐφευρίσκειν, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἕργ. κ. Ἡμ. σ. 24, (Poetae Minores Graeci Gaisford τ. 2).
English (Strong)
from a compound of ἐπί and εὑρίσκω; a discoverer, i.e. contriver: inventor.
English (Thayer)
ἐφευρετου, ὁ (ἐφευρίσκω to find out), an inventor, contriver (Anacreon (530 B.C.>) 41 (36), 3; Schol. ad Aristophanes ran. 1499): κακῶν, κακῶν ἑύρεται, Philo in Flacc. § 4middle; ὁ καινων ἀδικημάτων εὑρετής, ibid. § 10; πάσης κακίας εὑρετής, facinorum omalum repertor, Tacitus, ann. 4,11).
Greek Monolingual
ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και 'φευρετής)
νεοελλ.
αυτός που κάνει μια εφεύρεση
μσν.-αρχ.
αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης του τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφευρέτης (< εφευρίσκω). Οι λ. εφευρέτις και εφευρέτρια μαρτυρούνται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].
Greek Monotonic
ἐφευρετής: -οῦ, ὁ, αυτός που εφευρίσκει, που μηχανεύεται, που σκαρώνει, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐφευρετής, οῦ,
an inventor, contriver, NTest. [from ἐφευρίσκω
Chinese
原文音譯:™feuret»j 誒弗-由雷帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-尋(者)
字義溯源:發現者,發明(詭計)者,設計者,捏造;由(ἐπί)*=在⋯上)與(εὑρίσκω)*=尋找)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 捏造(1) 羅1:30
Translations
inventor
Arabic: مُخْتَرِع, مُبْتَكِر; Armenian: գյուտարար; Belarusian: вынаходнік, вынаходніца; Bulgarian: изобретател, откривател; Catalan: inventor, inventora; Chinese Mandarin: 發明家/发明家; Czech: vynálezce; Dutch: uitvinder; Esperanto: inventisto, inventistino; Finnish: keksijä; French: inventeur, inventrice; Galician: inventor; German: Erfinder, Erfinderin; Ancient Greek: δραματουργός, ἐπινοητής, εὑρέσιος, εὑρετής, εὑρέτις, ἐφευρετής, καινοποιητής, καινουργός, μηχανιώτης, πλαστουργός, ποιητής, συγκαττυστής; Hungarian: feltaláló; Irish: aireagóir; Italian: inventore, inventrice, ideatore; Japanese: 発明者; Kazakh: өнертапқыш; Latin: inventor, inventrix, repertor; Mongolian: зохион бүтээгч, ᠵᠣᠬᠢᠶᠠᠨ; ᠪᠦᠲᠦᠭᠡᠭᠴᠢ; Norwegian Bokmål: oppfinner; Persian: مخترع; Polish: wynalazca, wynalazczyni; Portuguese: inventor, inventora; Russian: изобретатель, изобретательница; Spanish: inventor, inventora, inventriz; Swedish: uppfinnare; Thai: นักประดิษฐ์; Turkish: mucit; Ukrainian: винахі́дник, винахі́дниця; Uyghur: كەشپىياتچى; Volapük: datuvan, hidatuvan, jidatuvan