ένοχος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνοχος, -ον)
1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής»)
2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη
νεοελλ.
1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις»)
2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό («ένοχη σιγή»)
αρχ.-μσν.
άξιος τιμωρίας
μσν.
1. (νομ.) αυτός που υπόκειται σε ενοχή
2. το αρσ. ως ουσ. ο ένοχος
α) υπεύθυνος, αρχηγός
β) ειδικός αξιωματούχος για την είσπραξη φόρων
αρχ.
1. ο υπεύθυνος για περιουσία
2. γεν. υπεύθυνος
3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ενέχω «(συγ)κρατώ, δεσμεύω». Αρχικά, επομένως, η λ. δήλωνε αυτόν που είναι δεσμευμένος ή συνδεδεμένος με κάτι, από όπου ως δικανικός όρος σήμαινε «τον υποκείμενο» στους νόμους και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη ποινή για ένα ορισμένο παράπτωμα. Με αυτήν τη σημασία η λ. έγινε συνήθης (περισσότερο από το αρχ. αίτιος) και παρέμεινε μέχρι σήμερα].
Translations
guilty
Aghwan: 𐔲𐔴𐔾𐔿𐔰; Amharic: ጥፋተኛ; Arabic: مُذْنِب, مُذْنِبَة; Armenian: մեղավոր; Belarusian: вінаваты, ві́нны; Bulgarian: виновен; Catalan: culpable; Chinese Mandarin: 有罪; Czech: vinen, vinný; Danish: skyldig; Dutch: schuldig; Esperanto: kulpa; Finnish: syyllinen; French: coupable; German: schuldig; Greek: ένοχος; Ancient Greek: ἔνοχος; Hebrew: אָשֵׁם; Hindi: दोषी; Hungarian: bűnös; Icelandic: sekur; Irish: ciontach; Italian: colpevole; Japanese: 有罪の; Korean: 유죄의; Latin: sons, nocens, reus, culpabilis; Latvian: vainīgs; Luxembourgish: schëlleg; Macedonian: виновен; Malayalam: കുറ്റക്കാരനായ; Maori: whaihara; Norwegian Bokmål: skyldig; Old English: sċyldiġ; Persian: گناهکار; Polish: winny, winien, winna; Portuguese: culpado; Romani: dosh; Romanian: vinovat; Russian: виновный, виноватый; Sanskrit: ऋण; Serbo-Croatian Cyrillic: крив; Roman: kriv; Slovak: vínny; Slovene: kriv; Spanish: culpable; Swedish: skyldig; Turkish: suçlu; Ukrainian: винуватий, винний; Urdu: مجرم; Vietnamese: có tội, phạm tội, tội lỗi; Walloon: coupåbe; Yiddish: שולדיק