έρεισμα
Greek Monolingual
το (AM ἔρεισμα) ερείδω
1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι
2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι»)
β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης («Θήρων ἔρεισμ’ Ἀκράγραντος» — ο Θήρων, ο προστάτης του Ακράγαντα», Πίνδ.)
νεοελλ.
στενή λωρίδα γης απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά δρόμου ή σιδηροδρομικής γραμμής που χρησιμεύει ως στήριγμα του δρόμου ή της γραμμής
αρχ.
1. υποστήριγμα που χρησιμεύει στο να μην κλίνει το πλοίο προς τα πλάγια
2. η πίεση ενός σώματος στο σημείο όπου στηρίζεται
3. φρ. «ἔρεισμα Ἀθηνῶν», για τον τάφο του Οιδίποδα (Σοφ.)
4. καλή τύχη, ευτυχής μοίρα
5. αυτό που παρέχει ανακούφιση από κάτι («στεναγμοί, τῶν πόνων ἐρείσματα», Αισχύλ.)
6. το υποστήριγμα ενός οικοδομήματος και γεν. καθετί που χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα.