αδημονώ
Greek Monolingual
(Α αδημονώ, -έω)
1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα»
2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου παράγεται το ἀδημονῶ) στο επίθ. ἀδαής «ο μη γνωρίζων» από ρ. ἐ-δάη-ν, δαῆναι «γνώρισα, έμαθα» του δάω, ήτοι ἐδάην > ἀ-δαής > ἀδαήμων > ἀδήμων (με συναίρεση) > ἀδημονέω. Εν τοιαύτη περιπτώσει το ἀδήμων θα σήμαινε αρχικά «τον κατεχόμενο από άγνοια και, γι’ αυτό, από άγχος, φόβο, αγωνία» — το ίδιο και το παραγωγό του ἀδημονῶ: αρχικά «μέ φοβίζει που δεν ξέρω» > «άγχομαι, ανησυχώ κ.λπ.». Αλλη ετυμολογική προσπάθεια αναγνωρίζει στο ἀδήμων ως αρχική τη σημ. του «στενοχωρημένος, λυπημένος», συνδέοντάς το με ρ. ᾱδέω (βλ. ᾱδέω)
ἀηδής > ᾱδής > ᾱδέω > ᾱδήμων (> ἀδημονεύω).
ΠΑΡ. αδημονία
αρχ.
ἀδημοσύνη.