αδρός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁδρός, -ά, -όν και -ός, -όν)
1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος
2. παχύς, πυκνός
3. ογκώδης
4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός
5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος
αρχ.
1. βίαιος
2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης
3. (για αβγά) αυτό που είναι έτοιμο για εκκόλαψη
4. ανθεκτικός, στερεός
5. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἁδροί
ηγεμόνες, άρχοντες
6. (ο πληθ. αρσ. στον συγκριτ. ως ουσ.) οἱ ἁδρότεροι
οι δυνατότεροι
7. (το ουδ. ως επίρρ.) ἁδρόν
δυνατά, ηχηρά
8. (συγκριτ. επιρρ.) ἁδροτέρως
πιο ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ΙΕ ρίζα ἅδ- «άφθονα» (πρβλ. ἅδην, ἁδινὸς) + πρόσφυμα -ρό-ς.
ΠΑΡ. αρχ. ἁδροτής, ἁδροσύνη, ἁδροῦμαι, ἁδρύνω
νεοελλ.
άδρα, αδράλα, αδρίζω, αδρότητα.
ΣΥΝΘ. ἁδρομερής, ἁδρόμισθος
αρχ.
ἁδρόσφαιρος
μσν.
ἁδράλεστος, ἁδρολαλία
νεοελλ.
αδροβύζα, αδρόβωλο, αδρογραμμένος, αδρομάλλης, αδρομύσταξ, αδρόπετσος, αδροπληρώνω, αδροπύρηνος, αδροσύντυχος, αδρότεχνος, αδρότοπος κ.ά.].