αιτώ

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰτῶ)
1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ
2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι
νεοελλ.
διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι
2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι
3. επιθυμώ, ποθώ
4. (στη Λογική) θεωρώ ως δεδομένο, θέτω ως αίτημα
ΙΙ. μέσ.
1. ζητώ κάτι για τον εαυτό μου, για χάρη μου
2. διεκδικώ
3. ό,τι και το ενεργ. (αἰτῶ)
ΙΙΙ. παθ.
1. (για πρόσωπα) μέ παρακαλεί κάποιος, μού ζητείται κάτι
2. (για πράγματα) δίνομαι δανεικός, ως δάνειο
ΙV. φρ. «αἰτῶ ὁδόν», ζητώ άδεια για να φύγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ρ. αἰτῶ, όπως και το αἶσα, παράγεται από το αμάρτ. αἶτος, το «κομμάτι, μέρος (που παίρνω)», παράγωγο του αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συνεπώς το αἰτῶ σήμαινε αρχικά «ζητώ να πάρω το κομμάτι, το μερίδιό μου», απ’ όπου πέρασε μετά στη γενική σημ. του «ζητώ, απαιτώ».
ΠΑΡ. αίτημα, αίτηση(ις), αιτητικός
αρχ.
αἰτητός (απαραίτητος).
ΣΥΝΘ. απαιτώ, εξαιτώ, επαιτώ, παραιτούμαι
αρχ.
μεταιτῶ, προσαιτῶ].