ανέρχομαι

Greek Monolingual

(AM ἀνέρχομαι)
1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω
2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα
3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω
νεοελλ.
1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι
2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια
3. μτφ. προκόβω, προάγομαι
4. αναλαμβάνω ανώτατο αξίωμαανέρχομαι στον θρόνο»)
5. (για τιμές προϊόντων) υπερτιμώμαι, ακριβαίνω, ανεβαίνω
αρχ.
1. πορεύομαι από τα παράλια προς τα μεσόγεια
2. ανεβαίνω από τον Άδη στον επάνω κόσμο
3. υψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα
4. (για φυτά) μεγαλώνω, βλαστάνω
5. επιστρέφω κάπου, επανέρχομαι, γυρίζω
6. αφηγούμαι, επαναλαμβάνω
7. (μτβ.) διασχίζω.