αρίδα

Greek Monolingual

η (AM ἀρίς, -ίδος)
1. το τρυπάνι
2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο)
μσν.- νεοελλ.
η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού
νεοελλ.
1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα
2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» — ξαπλώνω αναπαυτικά ή δεν έχω καμιά φροντίδα, δεν με νοιάζει για τίποτε
3. παροιμ. α) «μην τηράς την αρίδα μου τη στραβή, τήρα τη γνώμη μου την ίσια» — πρόσεξε την ορθότητα των λόγων μου χωρίς να επηρεάζεσαι από την άσχημη εξωτερική μου εμφάνιση
β) «μην κοιτάς τη στραβή μου την αρίδα κοίτα την ίσια μου τη μοίρα» (για άσχημη που καλοπαντρεύτηκε)
μσν.
αποκλεισμένος χώρος
αρχ.
είδη φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. αρίς απαντά ήδη στους αρχαίους συγγραφείς ως τεχνικός όρος. Στον Ιπποκράτη σημαίνει το τρυπάνι του τεχνίτη, ενώ οι μεταγενέστεροι του Ιπποκράτη ιατροί χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν το χειρουργικό τρυπάνι. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η σημασία της λ. ως «ρίγα, χάρακας μαραγκού» δόθηκε πιθ. λόγω της φαινομενικής συγγένειας του τ. με τη λ. αράδα, που σημαίνει «χαραγμένη ή νοητή ευθεία γραμμή»].