αὐθήμερος
English (LSJ)
αὐθήμερον,
A made or done on the very day, αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.Art.37; λόγοι extemporaneous speeches, prob. f.l. for αὐθημερόν in Aeschin.3.208.
2 φάρμακον αὐ. curing in one day, Gal.12.755.
II Adv. αὐθημερόν (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) on the very day, on the same day, immediately, A.Pers.456, Ar.Ach.522, al., Th.2.12, D.21.89:—also αὐθήμερα Hp.Fract.24, Mochl.42; Ion. αὐτημερόν Hdt.2.122, 6.139 (but αὐθ- in Hp.Prog.17, Aph.4.10); Locr. αὐταμαρόν IG9(1).334.33; Dor. αὐθαμέραν SIG559.57 (Megalop.); Cret. αὐταμερίν GDI 4999 (Gortyn).
Spanish (DGE)
-ον
pred. c. valor adverb. que tiene lugar en el mismo día τὰ ὀστέα ... αὐθήμερα ἐμβληθέντα Hp.Fract.24, cf. 31, Mochl.42, τὰ κυναγχικὰ ... αὐθημέρους καὶ τριταίους κτείνει Hp.Coac.357, ἄλλο (medicamento) σπληνικοῖς αὐθήμερον Gal.13.247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait le jour même ; λόγοι αὐθήμεροι ESCHN discours improvisés ou faits à la hâte ; adv. • αὐθημερόν (non αὐθήμερον) le jour même, immédiatement.
Étymologie: αὐτός, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
αὐθήμερος: приготовленный в тот же день, т. е. составленный наспех (λόγοι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐθήμερος: -ον, ὁ πραχθεὶς ἢ γενόμενος τὴν αὐτὴν ἡμέραν, «τὸ δὲ διὰ μιᾶς ἡμέρας πραχθὲν αὐθήμερον» (Πολυδ. Α΄, 64), ἡ ῥὶς καταγεῖσα ἀναπλάσσεται μάλιστα μὲν αὐθήμερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· λόγοι αὐθήμεροι, πρόχειροι, ἐκ του προχείρου, ἀπρομελέτητοι· ἀμφίβ. παρ’ Αἰσχίν. 83.38. ΙΙ. Ἐπίρρ. αὐθημερὸν (ὀξύτ., ἴδε Ἡρωδιαν. παρ’ Ἰω. Ἀλεξ. 30), ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ἀμέσως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 456, Ἀριστοφ. Ἀχ. 522, κ. ἀλλ., Θουκ. 2. 12, Δημ. 543. 11· Ἰων. αὐτημερόν, Ἡρόδ. 2. 122., 6. 139· ἀλλ’ αὐθημερὸν ἐν Ἱππ. Προγν. 42, Ἀφορ. 1249· -αὐθήμερα ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 766.
Greek Monolingual
αὐθήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαίνει ή συντελείται μέσα στην ίδια ημέρα
2. (για λόγους και ομιλίες) πρόχειρος, αυτοσχέδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο- + -ήμερος) < ημέρα (πρβλ. εφήμερος, πενθήμερος κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐθήμερος: -ον (ἡμέρα)·
I. αυτός που γίνεται ή διαπράττεται μέσα στην ίδια μέρα, σε Αισχίν.
II. επίρρ., αὐθημερόν (οξύτ.), ακριβώς την ίδια μέρα, κατά την ίδια μέρα, αμέσως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. αὐτημερόν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμέρα
I. made or done on the very day, Aeschin.
II. adv. αὐθημερόν (oxyt.), on the very day, on the same day, immediately, Aesch., etc.; ionic αὐτημερόν, Hdt.