βουνό
Greek Monolingual
το (Μ βουνόν, το, AM βουνός, ο)
ύψωμα, λόφος 100-1.000 μ.
νεοελλ.
1. όρος ανεξαρτήτως ύψους
2. ορεινός τόπος
3. φρ. α. «η τύχη του βουνό» είναι πολύ τυχερός
β. «βγαίνω στο βουνό» — βγαίνω στην παρανομία, γίνομαι αντάρτης
γ. «πήρε τα βουνά» — ήλθε σε απόγνωση ή απελπισία
δ. «από το βουνό κατέβηκε
για αγροίκο και άξεστο
ε. «βουνό με βουνό δεν σμίγει» — ουδέποτε αποκλείεται η συνάντηση δύο προσώπων
στ. «μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια» — για συνηθισμένους σε κακουχίες και κακοτυχίες, για πολύπειρους και ανθεκτικούς στις συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Άλλοι τη θεωρούν δάνεια λ. είτε κυρηναϊκής προελεύσεως (Ηρόδοτος) είτε γενικά ξενική (Αίλιος Διονύσιος, 2ος μ. Χ. αιώνας), ενώ άλλοι τη χαρακτηρίζουν δωρική. Η σύνδεση με το βουβών παραμένει αμφίβολη.
ΠΑΡ. βουνίτης
αρχ.
βουναία, βουνίζω, βούνις, βουνώδης
μσν.
βουνίτσιν
μσν.- νεοελλ.
βουνί (ν)
νεοελλ.
βουνάκι, βουνήσιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. βουνοβατώ, βουνοειδής
νεοελλ.
βουνοκορφή, βουνοπλαγιά, βουνοσειρά].