βρόμα
Greek Monolingual
η
1. κακοσμία, δυσωδία
2. ακαθαρσία
3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη
4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη γραφή με -ο- βλ. στο λ. βρόμος (II).
ΠΑΡ. νεοελλ. βρομερός, βρομεύω, βρομιά, βρόμικος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. βρομοβότανο, βρομόγερος, βρομόγλωσσα, βρομογυναίκα, βρομοδουλειά, βρομόκαιρος, βρομοκοπώ, βρομοκόριτσο, βρομόλογο, βρομολόγος, βρομόνερο, βρομόξυλο, βρομόπαιδο, βρομόσκυλο, βρομόστομα, βρομόστομος, βρομόχνοτος].