γενικός

English (LSJ)

γενική, γενικόν,
A belonging to or connected with the γένος, Arist. Top. 102a36; ἡ διαφορὰ γενική ib.101b18; generic, Chrysipp.Stoic.2.28, Phld. Sign.18,19,etc.: Comp., Stoic.2.117, Ptol.Phas.p.5 H.: Sup., Diog. Bab.Stoic.3.214, BGU282.19 (ii A. D.), etc. Adv. γενικῶς M.Ant.8.55, Plot.6.1.9, Iamb. in Nic.p.22 P., etc.
2 principal, typical, ὀρχήσεις Luc.Salt.34 (Comp.), cf. 22 (Sup.).
II consisting of families, φυλαί D.H.4.14, etc.; of the family, νόμος CIG3467.54 (Sardis), cf. 2712 (Mylasa).
III sexual, ἁμάρτημα Hdn. 6.1.5 (dub.).
IV in kind, opp. ἀργυρικός, λόγος PFlor.77.7 (iii A. D.).
V Gramm., ἡ γενική (sc. πτῶσις) genitive case, Stoic.2.59, D.T.636, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I ref. al origen
1 ref. a realidades básicas de las que derivan otras secundarias originario, primero, principal frec. en sup. τὰ γενικώτατα τῆς ψυχῆς πάθη Anon.Lond.2.40, cf. Gal.1.98, τριῶν ... τῶν γενικωτάτων ὀρχήσεων Luc.Salt.22, cf. 34, δοκοῦσι γενικώταται (πολιτεῖαι) εἶναι Plu.2.826e, διαφοραὶ τρεῖς εἰσιν αἱ γενικώταται Str.2.3.1, τρία σχήματα γενικώτατα ἀποτελεῖν τὴν σελήνην Corn.ND 34, δυνάμεις τρεῖς αὐτῆς (τῆς ψυχῆς) εἶναί φασι τὰς γενικωτάτας Gal.In Pl.Tim.11.32, αἱ γενικαὶ διάλεκτοι las lenguas originarias o primitivas Clem.Al.Strom.1.142.2, ἐν τοῖς πρώτοις καὶ γενικωτάτοις κεφαλαίοις Gal.6.310, ret. οἱ γενικώτατοι τόποι Corn.Rh.171, διελόμενος μὲν τὴν λέξιν εἰς τρεῖς χαρακτῆρας τοὺς γενικωτάτους D.H.Dem.33.3, mús. μικτὸν (μέλος) ἐν ᾧ δύο ἢ τρεῖς χαρακτῆρες γενικοὶ ἐμφαίνονται una melodía mixta (será) aquella en la que se presentan las notas características de dos o tres géneros Cleonid.Harm.6.
2 relativo al linaje o la familia, familiar δεδοικυῖα μὴ ἄρα ἡλικία ἀκμάζουσα ... ἐς τι τῶν γενικῶν ἁμαρτημάτων ἐξοκείλῃ Hdn.6.1.5, φυλαὶ γενικαί tribus gentilicias D.H.4.14.2, γ. γραφή línea genealógica, genealogía LXX 1Es.5.39
epít. de Apolo en Tracia ancestral, patrón del linaje, IGBulg.3.1845, cf. 1767 (imper.), cf. γενιακός.
3 ref. productos o materias primas en especie frec. op. ἀργυρικόςen metálico’ λόγος ἀργυρικὸς καὶ γ. λημμάτων τε καὶ ἀναλωμάτων balance en metálico y en especie de ingresos y gastos, PFlor.77.7 (III d.C.), cf. BGU 14.2.3 (III d.C.), PMich.620.211, 265 (III d.C.), διὰ γενικοῦ λόγου PMerton 74.9 (III d.C., cf. BL 5.66), λόγος ἀργυρικ(ὸς) καὶ γ. πατριμωναλίων PAnt.32.3 (IV d.C.), γενικὰ εἴδη PAnt.32.10 (IV d.C.).
II lóg.
1 genérico, de naturaleza genérica, perteneciente al género frec. op. εἰδικόςespecífico’ γ. δὲ καὶ πότερον ἐν τῷ αὐτῷ γένει ἄλλο ἄλλῳ ἢ ἐν ἑτέρῳ es también un problema relativo al género el de si dos cosas pertenecen al mismo género o a dos distintos Arist.Top.102a36, κατηγορία γ. Plot.6.1.23, εἴδη γενικά formas genéricas Dam.Pr.122, γενικοὶ σχεδὸν πάντων ἁμαρτημάτων ... κανόνες Ph.1.297, τὰ περὶ γεωργικῆς τέχνης γενικῆς op. ἡ κατ' εἶδος ἀμπελουργική Ph.1.329, como término clasificatorio en diversas disciplinas, en bot. γ. χωρισμός diferenciación genérica o por categorías Thphr.HP 1.4.2, en mús. ἡ γ. προσηγορία la apelación genérica op. εἰδική Aristid.Quint.9.10, (μεταβολαί) Anon.Bellerm.65, en teoría literaria ἆρα γὰρ οὐδ' ὁ λόγος ἐστὶ γ., οὗ εἴδη ὁ ἔμμετρος καὶ ὁ πεζός; ¿acaso no es el lenguaje un principio genérico, del cual son especies el verso sometido a metro y la prosa? Str.1.2.6, en onirocrítica δύο δὲ τρόπους καθολικοὺς ἀναδέξασθαι χρή, τὸν μὲν γενικὸν πρῶτον, τὸν δ' εἰδικὸν δεύτερον Artem.1.3
subst. τὸ γενικόν = lo genérico, aquello que pertenece a un género Phld.Sign.18.36, op. τὸ εἰδικόν Chrysipp.Stoic.2.28, Clem.Al.Strom.5.2.2.
2 general, de o en conjunto frec. op. ‘particular’ o ‘individual’ ἡ γ. ἀπόδειξις la demostración general op. αἱ κατὰ μέρος ἀποδείξεις D.L.9.91, γενικώτεραι (ἐνέργειαι) Gal.5.855, τὸν κοινὸν καὶ γενικὸν ἄνθρωπον θεραπεύοντες, οὐ τοὺς κατὰ μέρος Gal.10.206, γενικὸς διαλογισμός balance general o global, PRev.Laws 18.13 (III a.C.) (dud.), ἐνεχύρου λόγῳ τῷ γενικῷ καὶ ἰδικῷ mediante un procedimiento de embargo general e individual, Sardis 18.54 (V d.C.)
como trad. de lat. generalis en usos técnicos γ. τύπος trad. de lat. forma generalis, normativa general, IMylasa 613.8 (V d.C.), γ. κουράτωρ trad. de lat. curator generalis, tutor general de menores huérfanos PMasp.151.234 (VI d.C.), ἡ γ. τραπέζη Lyd.Mag.3.36.
III gram.
1 ἡ γενική (sc. πτῶσις) el genitivo πλάγιαι δὲ πτώσεις εἰσι γ. καὶ δοτικὴ καὶ αἰτιατική Chrysipp.Stoic.2.59, λέγεται ... ἡ δὲ γ. κτητικὴ καὶ πατρική D.T.636.6, cf. Plu.2.1006d, Hermog.Inu.4.3, γενικῇ en genitivo Tz.Ex.19.17L., διὰ τοῦ κ̅ ἐπὶ γενικῆς κλίνεται Ath.392b, ἡ ἑνικὴ γ. el genitivo singular Ath.392b
tb. como adj. κατὰ τὴν γενικὴν ... πτῶσιν en caso genitivo D.H.Th.37.4, κατὰ γενικὴν κλίσιν Ath.394a, γενικὴ σύνταξις = construcción con genitivo A.D.Synt.410.7.
2 genérico, que indica el género op. ἰδικός: γενικὸν (ὄνομα) δέ ἐστι τὸ δυνάμενον εἰς πολλὰ εἴδη διαιρεθῆναι οἷον ζῶον φυτόν D.T.637.21, cf. Hermog.Stat.38, 39
del infinitivo ἐπὶ γενικὸν ὄνομα τὸ ἀπαρέμφατον πᾶσα ἔγκλισις ὑποστρέφει A.D.Synt.44.1, ἐστιν γενικωτάτη ἡ τῶν ἀπαρεμφάτων ἔγκλισις A.D.Synt.324.10.
IV adv. γενικῶς
1 en especie καὶ ἕξεις τὸ ἥμισυ (τοῦ ἀριθμητικοῦ) ἢ γ. ἢ ἀργυρικῶς recibirás la mitad (de la contribución) en especie o en metálico, PBon.43.9 (I d.C.).
2 genéricamente αὗται γ. ὑπερύπαται καλοῦνται Aristid.Quint.1.6, γ. τιθέναι Plot.6.1.9
por géneros op. εἰδικῶςpor especies’, D.L.7.132.
3 en general, en conjunto frec. op. ‘en particular’ o ‘en detalle’ γ. μὲν ἡ κακία οὐδὲν βλάπτει τὸν κόσμον M.Ant.8.55, γεγράφθαι γ. Gal.11.381, ἐν τῷ καθόλου καὶ γ. universal y generalmente op. κατ' εἶδος Hermog.Id.1.6 (p. 245), frec. en cláusulas de hipotecas ὑπέθετο ... ἅπαντα ... ἰδικῶς καὶ γ. ἐνεχύρου λόγῳ PCol.244.6, cf. POxy.1895.15, PRoss.Georg.3.32.13, POxy.136.40 (todos VI d.C.)
en términos generales γ. laudare Cic.Att.14.2
neutr. compar. como adv. γενικώτερον = en términos más bien generales, scribere Cic.Att.177.6.
4 gram. mediante el genitivo ποτὲ μὲν ὀνομαστικῶς, ποτὲ δὲ γ., ποτὲ δὲ κατὰ τὴν δοτικήν Hermog.Inu.4.4 (p.188).

German (Pape)

[Seite 482] zum Geschlecht gehörig; dah. seit Arist. top. 1, 5. 7 bes. bei Sp., wie Luc. salt. 34 u. Dion. H., der Gegensatz von εἰδικός, generell; so adv. = im Allgemeinen, M. Ant. 8, 55. – Bei Dion. Hal. = die römischen gentes betreffend, z. B. 4, 14 φυλαί. – Bei Gramm. ἡ γ., sc. πτῶσις, casus genitivus.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la race;
2 t. de gramm. ἡ γενική (πτῶσις) le génitif.
Étymologie: γένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενικός -ή -όν γένος karakteristiek, typerend. Luc. 45.22.

Russian (Dvoretsky)

γενικός: лог. родовой Plut., Luc.: ἡ διαφορὰ γενική Arst. родовое различие.

Greek (Liddell-Scott)

γενικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ γένος, τοῦ γένους, ἀντίθ. τῷ εἰδικός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 7· ἡ διαφορὰ γ. ὁ αὐτ. 1. 4·- ἐπίρρ. γενικῶς Μ. Ἀντων. 8. 55. ΙΙ. = Λατ. gentiles, Διον. Ἁλ. 4. 14, κτλ. τῆς οἰκογενείας, νόμος Συλλ. Ἐπιγρ. 3167, πρβλ. 2712. ΙΙΙ. σαρκικός, ἁμάρτημα Ἡρῳδιαν. 5. 1. IV. παρὰ γραμμ., ἡ γενικὴ (ἐνν. πτῶσις). V. παρὰ Βυζ. ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸ θησαυροφυλάκιον, τὸ γ., τὸ ταμεῖον, τὸ θησαυροφυλάκιον, Δουκάγγ. Graec. Inf. Lex.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γενικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος
2. το θηλ. ως ουσ. η γενική
η δεύτερη πτώση τών ονομάτων
νεοελλ.
1. αόριστος, ασαφής
2. (ως βαθμός ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) ο γενικός
αυτός που έχει την εποπτεία μιας υπηρεσίας ή εργασίας
(αρχ. -μσν.) (για λέξη) περιεκτικός
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο προϊστάμενος του κρατικού ταμείου
αρχ.
1. αρχικός, πρωταρχικός
2. αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)
3. ο γενετήσιος, ο σεξουαλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γενικός < γένος, αλλά η λ. γενική, που δηλώνει την πτώση, δεν έχει ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η καθολική πτώση, δεδομένου ότι από τον τ. της γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς είναι η πτώση που εκφράζει την πιο γενική σχέση. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το γένος, γιατί αυτό δηλώνεται μέσω της γενικής].

Translations

generic

Arabic: إِجْمالِيّ‎, جامِع‎, شامِل‎, شُمُولِيّ‎, عامّ‎, عُمُومِيّ‎, عَمِيم‎, كُلِّيّ‎, مُحِيط‎, مُطْلَق‎; Bulgarian: обширен, неспецифичен; Catalan: genèric; Dutch: generiek; Finnish: yleinen, yleis-, geneerinen; French: générique; Galician: xenérico; Georgian: ზოგადი, საზოგადო, განზოგადებული, საერთო; German: allgemein, generisch, typisch; Greek: γενικός; Ido: generala; Indonesian: generik; Norwegian: generisk; Polish: ogólny, pospolity, uogólniony; Portuguese: genérico; Russian: общий, обобщённый, всеобщий; Spanish: genérico; Turkish: genelleyici, kapsamlı

general

Albanian: përgjithshëm; Arabic: عَامّ‎; Armenian: ընդհանուր; Asturian: xeneral; Bashkir: дөйөм; Belarusian: агульны; Breton: hollek; Bulgarian: общ, всеобщ; Catalan: general; Chinese Mandarin: 一般, 普通; Czech: všeobecný, obecný; Danish: generel, almindelig; Dutch: algemeen; Esperanto: ĝenerala; Estonian: üldine; Extremaduran: heneral; Finnish: yleinen; French: général, communal; Galician: xeral; Georgian: ზოგადი; German: allgemein, generell; Greek: γενικός; Hungarian: általános; Ido: generala; Indonesian: menyeluruh, umum; Japanese: 一般, 全般, 普通; Latin: generalis; Latvian: vispārējs; Lithuanian: bendras; Macedonian: општ; Malay: umum, am; Maori: whānui, matawhānui, tauwhānui; Norwegian: allmenn, generell; Old English: ġemǣne; Polish: ogólny; Portuguese: geral; Romanian: general, comun; Russian: общий; Serbo-Croatian Cyrillic: опћѐнит, све̏опћӣ, начелан; Roman: općènit, svȅopćī, náčelan; Slovak: všeobecný; Slovene: splošen; Spanish: general; Swahili: jumla; Swedish: generell, allmän; Ukrainian: загальний; Volapük: valemik; Zazaki: deg, degme