διακριβόω

English (LSJ)

A portray exactly, Ἔρωτα APl.4.204 (Praxiteles).
2 examne or discuss minutely or with precision, τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27; τὸν ὅρον Arist.SE169b15, cf.EN1178a23:—Med., Pl. Tht.184d; περί τινος Isoc.4.18:—Pass., διηκρίβωται the subject has been examined minutely, Arist.Rh.1366a21, cf. Phld.Herc.862.13; to be brought to exactness or perfection, Arist.EN1112b6, etc.; διηκριβωμένοι accomplished persons, Pl.Lg.965a; διηκρ. ἑρμηνεία Aristox. Harm.p.16M.; διηκρ. τέχναι Ath.12.511d.

Spanish (DGE)

I tr.
1 examinar o estudiar con detenimiento, conocer bien τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27, en v. pas. τοῖς μάγοις διηκρίβωται τὰ τῆς τέχνης Agath.4.25.4
tb. en v. med. τὴν παρασκευὴν διακριβούμενοι Lib.Or.59.64.
2 distinguir, definir con claridad o precisión τὸ λεχθέν Arist.Pr.916a36, τοῦ συλλογισμοῦ τὸν ὅρον Arist.SE 169b15, διακριβοῦν τοὺς ὁρωμένους distinguir a las personas que veía Hld.7.15.3, ἡ ὄψις ἀμβλύνεται διακριβοῦν τὰ ἐν αὐτῷ (ὕδατι) Philostr.Im.1.13, en v. pas. τὰ τοῦ ἐλέγχου ... διηκριβωμένα D.H.Din.9.1
en v. med. mismo sent. αὐτά σοι διακριβοῦμαι Pl.Tht.184d, cf. Plt.292c, Hld.7.7.3.
3 ajustar con exactitud, perfeccionar τὰς ἐργασίας Thphr.CP 3.20.5
en ret. y en la representación artística perfeccionar, pulir τοὺς λόγους Plu.2.848c, en v. pas. ὅσα κατὰ τὰς ἀπεργαζομένας τέχνας διηκριβωμένα φαίνεται Aristox.Fr.50, cf. D.S.1.74, κἀπειδὴ τὰ τῆς ὑποκρίσεως αὐτοῖς διηκρίβωτο después que se perfeccionaron en su papel Hld.6.12.1
realizar exacta, fielmente Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα AP 16.204, cf. Agathem.1.1, en v. pas. παίγνιον ... τορείαις διηκριβωμένον Plu.2.989e, σφυρὰ διηκριβωμένα <στερεὰ> γενναίου ἀνδρός Adam.2.7, (ἡδοναί) σφόδρα διηκριβωμέναι (placeres) muy refinados Aristox.Fr.50
part. pas. perfecto, exacto ἔμειξεν ... διηκριβωμένην μᾶλλον ἐπανόρθωσιν realizó una corrección (del calendario) más exacta Plu.Caes.59
subst. τὸ διηκριβωμένον lo exacto, lo ajustado τὸ δ. τοῖς χρόνοις D.S.1.3, τὸ δ. (τῆς διδασκαλίης) Gal.19.11.
4 c. ac. de pers. enseñar con exactitud o dedicación (τοὺς μαθητάς) ἐμπείρους δὲ τούτων ποιήσαντες καὶ διακριβώσαντες Isoc.15.184, en v. pas. εἰ γάρ τις διακούσειεν ἅπαντα ... καὶ διακριβωθείη μᾶλλον τῶν ἄλλων Isoc.15.192.
II intr.
1 ser estricto, preciso τὸ μὲν διακριβοῦν περὶ ἑκάστων LXX 2Ma.2.28, abs. D.C.72.18.4
en v. med. c. περί y gen. προσήκει διακριβοῦσθαι περὶ τῶν διαφερόντων conviene que sean precisos en relación con lo que les deben Isoc.13.6, οὐκ ἂν σφόδρα διακριβώσασθαι περὶ τῶν ἑαυτῷ συμφερόντων; ¿que no habría sido sumamente preciso en cuanto le concernía? Is.3.39, c. ac. de rel. ἀλλὰ τά τε ἄλλα διηκριβοῦτο pero en lo demás era estricto D.C.43.21.4.
2 profundizar en un tema διακριβῶσαι γὰρ μεῖζον τοῦ προκειμένου Arist.EN 1178a23
en v. med. perfeccionarse c. ac. de rel. τὴν μὲν σκυτικὴν οὐ πάνυ τι διακριβωσάμενος Alex.Aphr.in SE 40.27.

German (Pape)

[Seite 584] genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 (Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; περί τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39.

French (Bailly abrégé)

διακριβῶ :
1 achever, parfaire ; part. pf. Pass. διηκριβωμένος, achevé, accompli;
2 examiner en détail ou à fond ; Pass. διηκρίβωται ARSTT la question a été soigneusement examinée;
Moy. διακριβόομαι, διακριβοῦμαι faire un examen détaillé ou approfondi.
Étymologie: διά, ἀκριβόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-ακριβόω, act. en med. nauwkeurig ordenen:; τὰς τάξεις δ. de slaglinies nauwkeurig opstellen Xen. Cyr. 2.1.27; precies onderzoeken: pass.:; διηκρίβωται het is nauwkeurig onderzocht Aristot. Rh. 1366a21; pass. ook nauwkeurig uitgewerkt worden:. ὅσῳ ἧττον διηκρίβωται naar mate het minder nauwkeurig is uitgewerkt Aristot. EN 1112b6.

Russian (Dvoretsky)

διακρῑβόω: реже med. тщательно делать, излагать, знать или исследовать (τι Plat., Arst., Plut.; med. περί τινος Isocr.): τὸ δ. τὰς τάξεις Xen. точное построение войск; οἱ διηκριβωμένοι Plat. развитые (образованные) люди: οὔπω διηκριβωμένος τὴν μορφήν Arst. еще не принявший определенной формы, зачаточный; διακριβῶσαι μεῖζον τοῦ προκειμένου ἐστίν Arst. обстоятельное рассмотрение выходит за пределы (нашей) темы; ταῦτα ἑτέρῳ γένει γραφῆς διακριβωτέον Plut. это подлежит разбору в сочинении другого рода.

Greek Monotonic

διακρῑβόω: μέλ. -ώσω, εξακριβώνω, εξετάζω ή συζητώ κάτι λεπτομερώς ή με ακρίβεια, τι, σε Ξεν. — Παθ., οδηγούμαι στην τελειότητα, σε Αριστ.· διακρῑβωτέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να εξετάσει λεπτομερειακά, εκτενώς, διεξοδικά, επιμελώς, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διακρῑβόω: εἰκονίζω, παριστάνω ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) ἐξετάζω ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· περί τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ πρᾶγμα λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - ὡσαύτως ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12.

Middle Liddell

fut. ώσω
to examine or discuss minutely or with precision, τι Xen.:—Pass. to be brought to perfection, Arist.