διαπρέπω
English (LSJ)
A appear prominent or appear conspicuous, strike the eye, h.Merc.351, Pi.O.1.2; διαπρέπον κακόν A.Pers.1007(lyr.).
2 to be eminent, ἔν τινι AP9.513 (Crin.); ἐπί τινι Luc.Salt.9, cf. D.C. 68.6; κάλλει, ὥρας ἀκμῇ, Plu.2.771e, D.C.42.34: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία E.Alc.642.
3 to be suitable, κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν Pl.Sph.219c.
II c. acc. rei, adorn, E.Fr.185.
Spanish (DGE)
1 brillar extraordinariamente, de donde destacarse ἴχνια πάντα διέπρεπεν ἐν κονίῃσιν h.Merc.351, χρυσὸς ... διαπρέπει Pi.O.1.2, cf. Luc.Tim.41, τί τὸ ἐπὶ πάσαις ἀρεταῖς διαπρέπον οἷον φῶς; Plot.1.6.5, cf. Arr.Epict.1.2.22, Hsch.
•fig. ἔθετ' ἄελπτον κακὸν διαπρέπον A.Pers.1007.
2 destacar, distinguirse por c. dat. instrum. γυναικομίμῳ διαπρέπεις μορφώματι E.Fr.185.3, μεγέθει σώματος καὶ τῇ ... ἀλκῇ I.AI 17.278, κάλλει Plu.2.771e, cf. Hld.8.17.2, σωφροσύνῃ καὶ φιλανδρίᾳ IArykanda 51.6 (II d.C.?), ἀξιώματι καὶ λόγων ἀρετῇ Studies Hall 41 (Enoanda II d.C.), τῇ τῆς ὥρας ἀκμῇ D.C.42.34.4, c. prep. y dat. δράμασιν ἐν πολλοῖσι AP 9.513 (Crin.), ἐν τῇ πρὸς Πομπήιον φιλίᾳ διαπρέπων Str.14.1.42, διέπρεπον δὲ ἐν αὐτοῖς οἱ τοῦ Νείλου βόες Ach.Tat.2.15.3, ἐν τῇ ὀρχηστικῇ Luc.Salt.9, ἐν ὄχλοις Vett.Val.18.3, ἐπὶ τε δικαιότητι καὶ ἐπ' ἀνδρείᾳ D.C.68.6.2, c. part. διὰ τὸ καὶ αὐτὸς ... κατορθῶν διαπρέπειν I.AI 19.209
•distinguirse de c. gen. compar. πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, εἰ διαπρέπει τῶν ἄλλων ἀστέρων Hld.3.6.3, abs. λόφος διαπρέπων Plu.Pyrrh.11.
3 convenir, ser apropiado c. part. τέχνη ... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν convendría que se la llamara arte adquisitiva Pl.Sph.219c.
German (Pape)
[Seite 598] hervorstechen, sichtbar sein, sich auszeichnen. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 intr. se faire remarquer, briller : τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l'emporter sur qqn par qch;
2 tr. travestir.
Étymologie: διά, πρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πρέπω uitblinken:; χρυσός... διαπρέπει goud blinkt boven alles uit Pind. O. 1.2; met gen. comp. en dat.:; πάντων διαπρέπεις ἀψυχίᾳ jij blinkt uit boven allen in lafheid Eur. Alc. 642; met ἐν:. ἐν τῇ ὀρχηστικῇ δ. in het dansen uitblinken Luc. 45.9. passend zijn:. τέχνη... κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν het zou passend zijn als het verwervingskunst genoemd werd Plat. Sph. 219c.
Russian (Dvoretsky)
διαπρέπω:
1 выдаваться, выделяться, быть заметным (νυκτί Pind.; τινί Plut., ἐπί τινι Luc. и ἔν τινι HH, Anth.): ἐγνώσθη τῷ λόφῳ διαπρέποντι Plut. он был узнан по своеобразному гребню шлема; πάντων δ. τινί Eur. превосходить всех в чем-л. или чем-л.;
2 украшать (φύσιν ψυχῆς μειρακιώδει μορφώματι Eur. ap. Plat.).
English (Slater)
διαπρέπω shine out ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)
Greek Monolingual
(AM διαπρέπω) πρέπω
1. διακρίνομαι, υπερέχω, εξέχω
2. κινώ τον θαυμασμό
μσν.
ευνοώ
αρχ.
1. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
2. διακοσμώ, στολίζω.
Greek Monotonic
διαπρέπω: μέλ. -ψω,
1. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, εξέχω, διαπρέπω, «χτυπώ στο μάτι» (είμαι δηλ. ευδιάκριτος, καταφανής, χαρακτηριστικός), σε Ομηρ. Ύμν.· διαπρέπον κακόν, σε Αισχύλ.
2. είμαι πιο επιφανής από άλλους, αριστεύω, με γεν., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρέπω: φαίνομαι ἔξοχος ἢ ἐπιφανής, ἐπίσημος, προσβάλλω τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) ἐξέχω ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· ὡσαύτως ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to appear prominent or conspicuous, to strike the eye, Hhymn.; διαπρέπον κακόν Aesch.
2. to be eminent above others, c. gen., Eur.