διόλλυμι
English (LSJ)
or διολλύω (Them.Or.32.356a), fut. διολέσω, Att.
A διολῶ S.Tr. (v. infr.):—destroy utterly, bring to naught, Emp.139, S.OT442, Tr. 1028 (lyr.), Pl.Cri.47c, etc.; δ. γυναῖκα ruin a woman, E.El.921:—Pass., διόλλυμαι with fut. διολοῦμαι, pf. διόλωλα, perish utterly, come to naught, Th.3.40, etc.; διώλετο ἔκ τινος by some one's hand, S.OT225.
II blot out of one's mind, forget, εἰδὼς διώλεσα ib.318.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διολλύω Them.Or.22.274a, Hsch.
• Morfología: [fut. διολέσω E.Hel.888, διολῶ S.Tr.1029, v. med. διολοῦμαι Pl.R.497d; aor. διώλεσα Emp.B 139, S.Tr.465, v. med. part. διολομένη D.C.78.30.3; perf. διόλωλα A.Pers.590]
I tr. en v. act.
1 destruir completamente c. ac. de pers. με διώλεσε νηλεὲς ἦμαρ Emp.B 139, σ' ἡ τύχη διώλεσεν S.OT 442, τὸ κάλλος αὐτῆς τὸν βίον διώλεσεν S.Tr.465, cf. 1029, Ant.222, τοῦτο (τὸ σῶμα) διόλλυσι (τὸ κακόν) Pl.Cri.47c, σ' ... διολέσω E.l.c., ἡμᾶς διολέσαι Th.3.59, cf. Pl.R.375c, D.H.4.4, 6.78, 79, D.C.51.16.3, 61.12.1, τεκοῦσα θάλασσα διώλεσε (μέ) AP 7.216 (Antip.Thess.), cf. 587 (Iul.Epigr.), (αὐτούς) διολέσαι LXX Sap.11.19, οὔτε νόσος στυγερή με διώλεσεν ISmyrna 540.1 (I d.C.?), ὅς σε καὶ τὴν πᾶσαν ὑμῶν στρατιὰν χερσὶ ταῖς ἡμετέραις διολέσει I.AI 6.187, cf. AP 8.230b (Gr.Naz.)
•c. ac. de n. concr. y (raro) abstr. arruinar, echar a perder, corromper τό τε αἷμα αὐτό Pl.Ti.83a, τὰ ξύμπαντα πράγματα Th.8.26, cf. Pl.Plt.302a, τὸν μὲν τούτου οἶκον σὺ ... διολώλεκας Is.5.43, ἵνα καὶ τὴν ἀγρίαν ταύτην ἄμπελον διολέσῃ Ph.1.391, ἀκομιστία δὲ ... ἵππον ... καὶ λύραν καὶ δρέπανον διολλύει Them.l.c., τάφον, ὅν γ' ἐλπὶς χρυσοῖο διώλεσε AP 8.212 (Gr.Naz.), πάσας ... ἐλπίδας διολέσαι I.AI 2.306
•abs. διολλύουσα ἀνάγκη una fatalidad destructiva Them.32.356a
•fig., a una mujer corromper ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του cuando uno corrompiendo a la mujer de otro, e.e., seduciéndola E.El.921.
2 fig. destruir en la mente, olvidar ταῦτα ... εἰδὼς διώλεσ' S.OT 318.
II intr., en v. act. y med.
1 en perf. act. estar perdido, arruinado de cosas y abstr. οἶκος ἐμὸς διόλωλε Od.2.64, βασιλεία ... διόλωλεν ἰσχύς A.l.c., cf. Pl.Plt.302a, τὸ (κάλλος) μὲν διόλωλεν AP 12.229 (Strat.), de pers. διολώλαμεν estamos perdidos E.Andr.1176, AP 5.181 (Asclep.)
•perecer τῶν πολεμίων οἱ πλεῖστοι διολώλασιν Plu.Sull.30.1, ἐξ ὧν (πολέμων ἐμφυλίων) ... ἔθνη ὅλα διολωλέναι D.H.7.60.
2 en v. med. perecer de pers. στρατὸς δὲ ὁ λοιπὸς ... διώλλυθ' A.Pers.483, ἢν φράσσω, διόλλυμαι S.OT 1159, cf. A.Supp.908, S.Tr.1052, Ai.838, κάτοιδεν ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο S.OT 225, cf. Ant.168, στενάχουσα διόλλυσαι S.El.141, διὰ δ' ὄλλυσαι ... πρόδοτος ἐκ φίλων (tm.) pereces traicionada por amigos E.Hipp.594, διόλλυμαι δορὸς ὑπὸ πολεμίου τυπείς Ar.Ach.1192, πόλις ... διολεῖται Pl.R.497d, cf. Ti.22d, Plt.302a, τῆς ἀδελφῆς ... διολομένης D.C.78.30.3, ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ διολέσθαι D.C.58.11.6, cf. 44.27.4, ἐν λαβυρίνθῳ διώλοντο Vett.Val.103.21, de anim. διολλύμενοι δὲ μένουσιν Opp.C.2.275, c. dat. instrum. γομφοδέτῳ τε δόρει διώλου A.Supp.846, κακῶν ... οἷς ἐγὼ διωλλύμην S.Ph.252, μαινομέναις παλάμαις Orac.Sib.5.254.
3 en v. med. echarse a perder de cosas y abstr. τὰ ... πτερὰ ... διόλλυται ψηχόμενα Plu.2.680e, cf. Luc.Trag.297, γεωργία ... διολλυμένη Plu.2.158d, c. dat. instrum. αἰσχρῷ δὲ καὶ κακῷ ... διόλλυται (τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα) Pl.Phdr.246e.
German (Pape)
[Seite 633] (s. ὄλλυμι), ganz zu Grunde richten, vernichten; σ' ἡ ταχη διώλεσεν Soph. O. B. 442; κάλλος τὸν βίον Tr. 465; διώλεσε δόλοισι σὸν παῖδα Eur. Hipp. 1311; νόσος τὸ σῶμα, Gegensatz σώζω, Hel. 894; Plat. Rep. X, 609 c; πάμπαν διώλεσαν Polit. 308 a. Auch = aus dem Gedächtnitz verlieren, vergessen, Soph. O. B. 318. – Häufiger im med. u. perf. II. act., gänzlich untergehen, ganz verloren sein; Hom. Odyss. 2, 64 οὐδ' ἔτι καλῶς οἶκος ἐμὸς διόλωλε; στρατὸς διώλλυτο, διόλωλεν ἰσχας, Aesch. Pers. 475. 582; ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο Soph. O. R. 225, u. sonst; διολώλαμεν, διῳχόμεθα, Eur. Andr. 1177; Prosa, διόλλυνται τὸν κίνδυνον ὑφορώμενοι, sie kommen um, d. i. sie können es nicht ertragen, die Gefahr vor Augen zu haben, Thuc. 3, 40
French (Bailly abrégé)
f. διολέσω, att. διολῶ ; ao. διώλεσα, pf. διολώλεκα;
I. tr. 1 faire périr, détruire de fond en comble, acc.;
2 laisser se perdre (un souvenir), oublier;
II. intr. (au pf.2 διόλωλα, au sens du prés.) périr, être perdu;
Moy. διόλλυμαι (f. διολοῦμαι, ao.2 διωλόμην) périr, être perdu ; δ. δόρει ESCHL périr frappé par une lance ; ἔκ τινος δ. SOPH périr de la main de qqn.
Étymologie: διά, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
διόλλῡμι: (fut. διολέσω - атт. διολῶ, aor. διώλεσα, pf. διολώλεκα)
1 губить, уничтожать (τινά Soph.; τι Plat.; τινὰ διολλύμενον σῶσαι Plut.): ὑπὸ λιμοῦ δ. τινά Plut. уморить кого-л. голодом; med.-pass. (pf. διόλωλα) гибнуть, пропадать (οἶκος ἐμὸς διόλωλε Hom.; γομφοδέτῳ δόρει Aesch.; ἀνδρὸς ἔκ τινος Soph.): διόλλυνται τὸν κίνδυνον ὑφορώμενοι Thuc. они до смерти боятся предстоящей опасности;
2 совращать, осквернять (δάμαρτά τινος κρυπταῖσιν εὐναῖς Eur.);
3 забывать: ταῦτα καλῶς ἐγὼ εἰδὼς διώλεσα Soph. я отлично знал это, но забыл.
Greek (Liddell-Scott)
διόλλυμι: ἢ -ύω (Θεμίστ. 356 Α)· μέλλ. -ολέσω, Ἀττ. -ολῶ· -καταστρέφω ὁλοκλήρως, ἐξαφανίζω, Σοφ. Ο. Τ. 442, Τρ. 1028, Πλάτ. Κρίτωνι 47C κ. ἀλλ.· δ. γυναῖκα, καταστρέφω, Εὐρ. Ἠλ. 921. -Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. -ολοῦμαι, πρκμ. -όλωλα, εἶμαι ἐντελῶς χαμένος, κατεστραμμένος, ἐξηφανισμένος, Τραγ., Θουκ. 3. 40, κτλ· διώλετο ἔκ τινος, διὰ τῆς χειρός τινος, Σοφ. Ο. Τ. 225. ΙΙ. ἀποβάλλω ἐκ τῆς μνήμης, λησμονῶ· ἀντίθ. σῴζω, εἰδὼς διώλεσα αὐτόθι 318.
Greek Monolingual
διόλλυμι και διολλύω (Α) όλλυμι
1. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
2. εξαλείφω, σβήνω από το μυαλό, λησμονώ.
Greek Monotonic
διόλλυμι: ή -ύω, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ,
I. καταστρέφω εντελώς, εξ ολοκλήρου, αφανίζω, εξαφανίζω, σε Σοφ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., με μέλ. -ολοῦμαι, παρακ. -όλωλα, είμαι εντελώς χαμένος, κατεστραμμένος, είμαι εξαφανισμένος, σε Τραγ., Θουκ.
II. αποβάλλω από τη μνήμη μου, λησμονώ, ξεχνώ, σε Σοφ.
Middle Liddell
or -ύω fut. -ολέσω Attic -ολῶ
I. to destroy utterly, bring to naught, Soph., Plat., etc.:—Pass., with fut. -ολοῦμαι, perf. -όλωλα, to perish utterly, come to naught, Trag., Thuc.
II. to blot out of one's mind, forget, Soph.
Lexicon Thucydideum
plane perdere, to utterly destroy, 3.59.4, 8.26.3,
MED. perire, to pass away, perish, 3.40.6, (tolerare nequeunt, they cannot endure).