δρηστήρ

English (LSJ)

δρηστῆρος, ὁ, (δράω A)
A labourer, working man, Od.16.248: fem. δρήστειρα = workwoman, 10.349, 19.345.
II (διδράσκω) runaway, λῃστής Babr.128.14.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): δραστήρ Synes.Hymn.1.460, Hsch.
I servidor en tareas domésticas Od.16.248, 18.76, 20.160, Q.S.5.383, Nonn.D.15.132, c. gen. obj. εἰλαπίνης δρηστῆρες Nonn.D.18.98, κυπέλλων de Ganimedes, Nonn.D.10.259, 315
fig. δ. Ἐρώτων Nonn.D.42.352
cocinero Hsch.l.c.
II como adj.
1 auxiliar θεοί Synes.l.c.
2 que actúa, activo como pred. en el momento de la actuación ἐγὼ ... κωλύω δρηστῆρα λῃστὴν καὶ λύκον διωκτῆρα yo mantengo alejado al ladrón que va a robar y al lobo en su persecución Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 667] ῆρος, ὁ (δράω), der Arbeitende, der Diener; Apoll. Lex. Hom. p. 60, 20 δρηστῆρες· οἱ ὑπ ουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ τοῦ δρᾶν; Homer dreimal, in der Form δρηστῆρες, Odyss. 16, 248. 18, 76. 20, 160; vgl. ὑπ οδρηστήρ u. δρήστειρα; – sp. D., wie Nonn. D. 10, 259. Vgl. δράστης.

French (Bailly abrégé)

1ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
serviteur litt. celui qui fait la besogne.
Étymologie: δράω.
2ῆρος (ὁ) :
ion. pour *δραστήρ;
adj. m.
fugitif.
Étymologie: *διδράσκω.

Greek (Liddell-Scott)

δρηστήρ: ῆρος, ὁ, (δράω) ἐργάτης, ἐργατικός ἄνθρωπος, Ὀδ. Π. 248· θηλ. δρήστειρα, ἐργάτις, ἐργατικὴ γυνή, Ὀδ. Κ. 349, Τ. 345. ΙΙ. (διδράσκω) δραπέτης, λῃστὴς Βάβρ. Ἀποσπ. 1. 14.

Greek Monolingual

δρηστήρ (-ῆρος), ο (θηλ. δρήστειρα, η) (Α)
1. εργάτης, άνθρωπος που κάνει χειρωνακτική εργασία
2. δραπέτης.

Greek Monotonic

δρηστήρ: -ῆρος, ὁ (δράω),·
I. εργάτης, εργαζόμενος με μόχθο, εργατικός, σε Ομήρ. Οδ.· θηλ. δρήστειρα, εργάτρια, στο ίδ.
II. (διδράσκω), φυγάς, δραπέτης, σε Βάβρ.· θηλ. δρῆστις, σε Ανθ.

Middle Liddell

δρηστήρ, ῆρος, n δράω
I. a labourer, working man, Od.: fem. δρήστειρα, a workwoman, Od.
II. (διδράσκὠ a runaway, Babr.: fem. δρῆστις, Anth.

Translations

labourer

Aghwan: 𐕌𐕒𐕡𐔽𐔰𐕄; Albanian: argat; Arabic: عَامِل‎, عَامِلَة‎; Armenian: բանվոր; Azerbaijani: işçi, fəhlə, zəhmətkeş; Bulgarian: общ работник; Catalan: obrer; Chinese Mandarin: 勞動者/劳动者, 工人; Czech: dělník; Danish: arbejder, arbejdsmand, landarbejder; Dutch: arbeider; Estonian: tööline; Finnish: työntekijä, työläinen; French: ouvrier; Georgian: მუშა, მუშაკი; German: Arbeiter; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌰; Greek: εργάτης, δουλευτής; Ancient Greek: ἀγγαρευτής, δρήστειρα, δρηστήρ, ἐργάτης, ἐργάτις, θής, μίσθιος, πενέστης, πένης; Gujarati: મજુરિ; Hungarian: munkás, kétkezi/fizikai munkás, segédmunkás; Indonesian: buruh; Irish: sclábhaí; Italian: lavoratore, operaio; Kurdish Central Kurdish: کرێکار‎; Latin: cerdo, operarius; Malay: buruh; Manx: obbree; Maori: poroteke, ihu oneone; Mongolian: үйлдвэрчин; Occitan: obrièr; Polish: robotnik; Portuguese: operário, trabalhador, obreiro; Romanian: lucrător, muncitor; Russian: чернорабочий, рабочий; Scottish Gaelic: obraiche; Serbo-Croatian: rȃdnīk, rȃdnica; Sicilian: lavuraturi, lavureri; Spanish: trabajador, obrero, currito; Swedish: arbetare, kroppsarbetare; Thai: กรรมกร; Tocharian B: kapyāre; Udi: ашбал, аьшбал; Urdu: مزدور‎; Volapük: voban, hivoban, jivoban