εκβιάζω
Greek Monolingual
(AM ἐκβιάζω)
αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτι
νεοελλ.
1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά»)
2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσα («εκβιάζω τη μετάθεσή μου»)
3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσα
αρχ.
1. διώχνω, απομακρύνω με τη βία
2. αποσπώ με τη βία από τα χέρια κάποιου
3. ρίχνω κάτι μακριά, εξακοντίζω
4. εκμεταλλεύομαι
5. πιέζω με δύναμη
6. (για επιχείρημα, απόδειξη κ.λπ.) υποστηρίζω, επιμένω
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) εκβεβιασμένος
επεξεργασμένος με κόπο, εξεζητημένος.