εμπρός
Greek Monolingual
και ομπρός και μπρος (Μ ἐμπρός και ὀμπρός και μπρος)
1. τοπ. μπροστά, απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον (για στάση ή κίνηση)
2. χρον. προηγουμένως, πριν
3. (ως παρακελευσματικό) δηλώνει πρόσκληση για εκκίνηση ή έναρξη έργου («εμπρός!»)
4. φρ. «από δω κι εμπρός» — στο εξής
νεοελλ.
1. για σύγκριση («μπρος στα κάλλη τί 'ναι ο πόνος»)
2. φρ. α) «τον έβαλα ή τον έστρωσα μπρος» — τον κατσάδιασα
β) «έβαλε μπρος το γλυκό» — τρώει ασταμάτητα
γ) «βάζω μπρος τη μηχανή» — κάνω τις απαραίτητες ενέργειες για να λειτουργήσει
δ) «βάζω μπρος μια υπόθεση, ένα έργο» — θέτω σε συνεχή χρήση, κάνω αρχή, ενεργώ
ε) «παίρνω μπρος» — αρχίζω να λειτουργώ.