επανόρθωση
Greek Monolingual
η (AM ἐπανόρθωσις) επανορθώνω
νεοελλ.
1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως
2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης
3. στον πληθ. οι επανορθώσεις
οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και καταβάλλουν οι νικημένοι στον πόλεμο για τις ζημιές που προκάλεσαν στους νικητές
4. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας διορθώνει ή διασαφηνίζει μια λέξη ή φράση του με μιαν άλλη, καταλληλότερη
μσν.
επιδιόρθωση, επισκευή, ανακαίνιση, αποκατάσταση, ανόρθωση
(μσν.-αρχ.)
1. επαναφορά ενός πράγματος στην προηγούμενη θέση του
2. προμήθεια, συμπλήρωμα
αρχ.
1. διόρθωση, βελτίωση
2. απονομή δώρων στους στρατιώτες σε έκτακτες περιπτώσεις
3. φρ. «ἐπανόρθωσιν ἔχω» — επιδέχομαι βελτίωση, θεραπεία (αντίθ. του «ἀνίατός εἰμι» — δεν επιδέχομαι θεραπεία ή βελτίωση).