επιχείρηση
Greek Monolingual
η (AM ἐπιχείρηση)
1. σύνολο συνδυασμένων ενεργειών —πορείες, μετακινήσεις μονάδων, επιθέσεις, καταλήψεις εδαφών— για να πληγεί αποτελεσματικά ο αντίπαλος
2. ενέργεια, δράση για να εκτελεστεί κάτι
νεοελλ.
1. σύνολο πραγμάτων, περιουσιακών στοιχείων, σχέσεων και καταστάσεων οργανωμένων σε οικονομική ενότητα από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο
2. φρ. «ερωτικές επιχειρήσεις» — συστηματική επιδίωξη σύναψης ερωτικών σχέσεων
μσν.
καταδίωξη
αρχ.
1. επιβουλή, συνωμοσία («ὑπνωμένῳ δὲ ἡ ἐπιχείρησις ἔσται», Ηρόδ.)
2. διάπραξη («εἰς μὲν oὖv ταῦτα πολλὰς δίδωσιν ἐπιχειρήσεις ἡ τῆς συνηθείας ἀνωμαλία», Πλούτ.)
3. διαλεκτικός συλλογισμός, επιχείρημα («ἀμφότεροι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον πεποίηνται τὴν ἐπιχείρησιν», Πολ.)
4. φρ. α) «ἐκφέρειν τὴν ἐπιχείρησιν» — ανακοινώνω τη μελετώμενη ενέργεια, δράση
β) «ἐπιχείρησιν ποιεῖσθαί τινος» — αρχίζω να ενεργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχειρώ. Αξιοπρόσεκτη είναι η σημασιολ. εξέλιξη από την αρχ. σημ. «προσπάθεια, εγχείρημα» στη νεοελλ. χρήση «εγχείρημα, ασχολία με σκοπό το κέρδος»].