εύκαιρος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαιρος, -ον)
1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.)
2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει συγκεκριμένη απασχόληση, ο ελεύθερος, ο διαθέσιμος («δεν είμαι εύκαιρος για κουβέντα»)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) εὔκαιρον
σε εύθετο χρόνο, σε κατάλληλη περίσταση
μσν.
1. ο ανόητος, ο άτοπος
2. έτοιμος
3. στερημένος
4. άχρηστος
5. άπρακτος
6. αυτός που γίνεται ανώφελα, ο μάταιος, ο άσκοπος
7. (για γυναίκα) επιπόλαιη, άστατη
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη τοποθεσία («εὐκαιρους διώρυγας κατασκευάσας», Διόδ.)
2. (για πράγματα) ο κατάλληλος, ο εύκολος για κάτι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔκαιρον
α) κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία
β) πλούτος
4. φρ. α) «καιρὸς εὔκαιρος» — ευκαιρία, ευνοϊκή περίσταση
β) «εὔκαιρον (ἐστιν)» — είναι ευκαιρία, είναι επίκαιρο να...
επίρρ...
ευκαίρως και εύκαιρα (ΑΜ εὐκαίρως Μ και εὔκαιρα)
στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως
νεοελλ.-μσν.
άδικα, μάταια, άσκοπα
αρχ.
1. με ευμένεια, ευνοϊκά
2. στον κατάλληλο τόπο, σε επίκαιρο σημείο
3. εύστοχα («ἀφῆκε τὸ βέλος καὶ ἔτυχε τοῦ πρώτου μάλα εὐκαίρως», Αιλ.)
4. φρ. «εὐκαίρως ἔχειν» — το να έχει κάποιος ελεύθερο χρόνο, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καιρός (πρβλ. άκαιρος, επίκαιρος)].