ησυχία

Greek Monolingual

η (AM ἡσυχία) ήσυχος
1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («της νύχτας η ησυχία»)
2. η κατάσταση του αναπαυομενου, του αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν τελειώσω τη δουλειά αυτή, θα βρω ησυχία»)
3. τόπος ερημικός, ήσυχος, ερημιά
νεοελλ.
1. φρ. «με την ησυχία σου»
α) χωρίς να πολυστενοχωρηθείς
β) χωρίς να βιάζεσαι
2. «ησυχία» — παράγγελμα προς αυτούς που θορυβούν για να σταματήσουν κάθε θόρυβο
αρχ.
1. (με γεν. αντικ.) διακοπή, ανάπαυση από κάτι («ἡσυχίη τῆς πολιορκίας», Ηρόδ.)
2. ειρήνη, η ανάπαυση που ακολουθεί μετά την ειρήνη
3. φρ. «ἡσυχίαν ἄγω» ή «ἡσυχίαν ἔχω»
α) αδρανώ
β) αναπαύομαι
γ) σιωπώ
4. (φρ. με πρόθ.) α) «δι' ἡσυχίας εἰμί» — είμαι ήσυχος, ησυχάζω
β) «ἐν ἡσυχίᾳ εἰμί» — βρίσκομαι σε ειρήνη
γ) «ἐν ἡσυχίᾳ ἔχω τι» — δεν λέω τίποτε, σιωπώ για κάτι
δ) «ἐν ἡσυχίᾳ διατρίβω» — παραμένω ήσυχος
ε) «καθ' ἡσυχίαν» — σε ανάπαυση, αντίθ. του «διά σπουδῆς» — στ. «μεθ' ἡσυχίας» — ήσυχα.