θάμνος
English (LSJ)
ὁ, also ἡ D.S.2.49: (cf. θαμέες):—bush, shrub, καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Il.22.191; θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ 17.677; θάμνοις ἐν πυκινοῖσι in the thick copse, Od.5.471; θ. δρυός Pi.Pae.4.52; θ. ἐλαίης a bushy olive, Od.23.190, cf. Archil.6.1, A.Ag.1316, E.Ba.722, S.El.55, Ar. Pax1298 (hex.), Pl.R. 432b, etc.; θ. τὸ ἀπὸ ῥίζης πολύκλαδον Thphr. HP1.3.1.
German (Pape)
[Seite 1185] ὁ, aber auch θάμνοι βαθεῖαι, D. Sic. 2, 49 (mit θαμινός zusammenhangend), dichtes Buschwerk, Gesträuch, Gebüsch; auch der einzelne Busch, Strauch, von Arist. plant. 1, 4 zwischen δένδρα u. βοτάνη gestellt, was die Zweige aus der Wurzel treibt; Il. 22, 191 Od. 6, 127, wo den θάμνοι nachher πυκινὴ ὕλη entspricht; auch von einem einzelnen Baume, ἐλαίης, 23, 190; Gebüsch, Aesch. Ag. 1289; ὃ καὶ σὺ θάμνοις οἶσθά που κεκρυμμένον Soph. El. 55; θάμνων ἐλλοχίζομεν φόβαις Eur. Bacch. 721; auch in Prosa, Plat. Rep. IV, 432 b; Arist.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 buisson, taillis;
2 tronc d'arbre;
3 arbrisseau, arbuste.
Étymologie: θαμά.
Russian (Dvoretsky)
θάμνος: ὁ, редко ἡ
1 куст, кустарник (ὑπὸ θάμνῳ κατακεῖσθαι Hom.; φυτὰ μέσον δένδρων καὶ βοτανῶν σμικρῶν, τὰ λεγόμενα θάμνοι Arst.);
2 деревцо (ἐλαίης Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θάμνος: ὁ, καὶ ἡ, Διόδ. 2. 49· (θαμινός)· - φυτὸν μικρόν, «χαμόκλαδον», Λατ. arbustum (μεταξὺ δένδρου καὶ βοτάνης, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 7)· καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Ἰλ. Χ. 191· θάμνῳ ὑπ’ ἀμφικόμῳ Ρ. 677· θάμνοις ἐν πυκινοῖσι, ἐντὸς τῶν πυκνῶν θάμνων, Ὀδ. Ε. 471 (πρβλ. 476.), Ζ. 127· θ. ἐλαίης, κλάδος, βλάστημα, Ψ. 190· καὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1316, Σοφ. Ἠλ. 55, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1298, Πλάτ. κτλ.
English (Autenrieth)
thicket, bush; of the leaves and branches of an olive-tree, Od. 23.190.
English (Slater)
Greek Monolingual
ο (AM θάμνος, Α και θάμνος, ή)
(θοτ.) ξυλώδες φυτό με ύψος το πολύ ώς τρία μέτρα, χωρίς κεντρικό κορμό και με βλαστό ο οποίος χαρακτηρίζεται από έντονη διακλάδωση που αρχίζει συνήθως από το επίπεδο του εδάφους
αρχ.
βλαστάρι («θάμνος ἐλαίης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάμνος συνδέεται με τα θαμινός, θαμά (πρβλ. πυκνός - πυκινός -πύκα), παρά τη διαφορά στη σημασία τους. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. θάμνος προήλθε από αμάρτ. θαμυ-νός, το οποίο υπήρχε παράλληλα προς το επίθ. θαμύς (βλ. θαμέες). Από το θαμυνός, που αργότερα ουσιαστικοποιήθηκε και αναβίβασε τον τόνο, προήλθε με συγκοπή το θάμνος.
ΠΑΡ. θαμνώδης.
ΣΥΝΘ. θαμνοειδής
αρχ.
θαμνοφάγος
μσν.- νεοελλ.
θαμνών(ας)
νεοελλ.
θαμνόβιος, θαμνοσκεπής, θαμνόφυτος].
Greek Monotonic
θάμνος: ὁ (θαμινός), θάμνος, χαμόδενδρο, Λατ. arbustum, σε Όμηρ.· στον πληθ., άλσος, σύδενδρο, λόχμη, στον ίδ., Αττ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bush, shrub (Il.).
Other forms: (also f., after the tree names)
Derivatives: Dmin. θαμνίσκος m. (Dsc.), θαμνῖτις shrub-like (Nic. Th. 883; Redard Les noms grecs en -της 71), θαμνώδης id. (Thphr.), θαμνάς = ῥίζα (EM). - Beside it θάμνη (-α) f. wine from pressed grapes (?) (Herod. 6, 90, Gp.). θάμνος beside θαμινός and θαμά as πυκνός beside πυκινός and πύκα; the barytonesis is caused by the substantivizing (cf. Schulze Kl. Schr. 124 n. 1).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the meaning cf. the explanation in H.: θάμνοι δασέα καὶ πυκνὰ δένδρα. - Not with Alessio Studi etr. 18, 414 to Lat. tamnus s. W.-Hofmann s. v. - The word, in -αμν(ος), looks Pre-Greek; its meaning makes this quite possible.
Middle Liddell
θάμνος, ὁ, θαμινός
a bush, shrub, Lat. arbustum, Hom.; in plural a copse, thicket, Hom., Attic
Frisk Etymology German
θάμνος: {thámnos}
Forms: (auch f., nach den Baumnamen)
Grammar: m.
Meaning: Dickicht, Gebüsch, Strauch (seit Il.).
Derivative: Davon das Demin. θαμνίσκος m. (Dsk. u. a.), θαμνῖτις strauchig (Nik. Th. 883; Redard Les noms grecs en -της 71), θαμνώδης strauchähnlich (Thphr.), θαμνάς = ῥίζα (EM). — Daneben θάμνη (-α) f. ‘Wein aus gepreßten Trauben (?)’ (Herod. 6, 90, Gp.). θάμνος steht neben θαμινός und θαμά wie πυκνός neben πυκινός und πύκα; die Barytonese ist durch die Substantivierung verursacht (vgl. Schulze Kl. Schr. 124 A. 1).
Etymology: Wegen der Bedeutung vgl. die Erklärung bei H.: θάμνοι· δασέα καὶ πυκνὰ δένδρα. Weiteres s. θαμά. — Nicht mit Alessio Studi etr. 18, 414 zu lat. tamnus der Stock einer an Hecken vorkommenden Pflanze, s. W.-Hofmann s. v.
Page 1,652