θαρρώ
Greek Monolingual
(Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, -έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ)
1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος
2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον
νεοελλ.
νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα βρέξει» β. «καὶ τοῦτον ἄν τὸν ἄνδρα θαρσοίην ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν», Σοφ.)
μσν.
1. ελπίζω ότι θα έρθει κάποιος, περιμένω κάποιον
2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
3. (ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίρρ.) θαρρούμενα
α) χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλεια
θ) αυστηρά
4. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) θαρρούμενος, -ένη, -ον
α) σίγουρος
β) εξασφαλισμένος, ασφαλής
γ) φρ. «εἶμαι θαρρούμενος»
i) ελπίζω
ii) στηρίζομαι, υπολογίζω σε κάποιον
iii) έχω εμπιστοσύνη
μσν.-αρχ.
1. παίρνω το θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι
2. ενδυναμώνω, ενισχύω·