θρυλώ

Greek Monolingual

(ΑΜ θρυλῶ, θρυλέω)
(μέσ. παθ.) θρυλούμαι
είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι
νεοελλ.
διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ
νεοελλ.-μσν.
(παθ. ως απρόσ.) θρυλείται - θρυλούνται
λέγεται -λέγονται, διαδίδεται - διαδίδονται, φημολογείται - φημολογούνται («πολλά θρυλούνται σε βάρος του»)
αρχ.
1. φλυαρώ, πολυλογώ
2. επαναλαμβάνω συχνά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. θρυλώ δεν υπάρχει βεβαιότητα αν είναι μετονοματικό παράγωγο του θρύλος, το οποίο είναι σπανιότερο και μεταγενέστερο, ή αν σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλα ρήματα σε -έω, με παρόμοια σημασία (πρβλ. βομβώ, δουπώ, κελαδώ, λαλώ κ.ά.), απ' όπου το θρύλος θα ήταν υποχωρητικός σχηματισμός. Το θ. θρυ- προήλθε από ΙE dhrew- «βομβώ, βουίζω» (πρβλ. θρέομαι, θόρυβος) και δεν αποκλείεται ο ηχομιμητικός σχηματισμός, πράγμα σύνηθες σε λέξεις που δηλώνουν θόρυβο. Η γραφή θρύλλος οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό.
ΠΑΡ. θρύλημα
αρχ.
θρυλητής
μσν.
θρυλητός].